Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Απόψεις>>Εδώ Θεσσαλονίκη: Πότε γίναμε σκυλούπολη;

the roots web banners 06

Εδώ Θεσσαλονίκη: Πότε γίναμε σκυλούπολη;
25.08.2013 | 15:04

Εδώ Θεσσαλονίκη: Πότε γίναμε σκυλούπολη;

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Απόψεις

Γράφει η Χριστίνα Ταχιάου

Το καλοκαίρι του 2002 πήγα μέσα σ’ ένα βράδυ σε όλα τα νυχτερινά κέντρα – ελληνάδικα της Θεσσαλονίκης. Για ρεπορτάζ, φυσικά. Διαφορετικά, δεν είχα κανένα λόγο να υποβάλω τον εαυτό μου σε τέτοιο βασανιστήριο. Όλη τη νύχτα, με τον φωτογράφο, πηγαίναμε (με μηχανάκι, φυσικά, για να μην έχουμε και το μέλημα του παρκαρίσματος), χτυπούσαμε και φεύγαμε. Θυμάμαι ότι είχα συναντηθεί και μιλήσει, μέσα σε ένα βράδυ, μεταξύ άλλων, με την Πέγκυ Ζήνα, τη Δώρα του Big Brother και τον Τάσο Μπουγά.

Μα καλά, μέσα σ’ ένα βράδυ πρόλαβες να πας παντού; θα ρωτήσετε – και με το δίκιο σας. Ναι. Επειδή τότε ήταν 5-6 τα όπα όπα μαγαζιά, συγκεντρωμένα όλα στην περιοχή του αεροδρομίου.

Αν έρθει τώρα κάποιος ξαφνικά στη Θεσσαλονίκη, θα σαστίσει από την εξάπλωση του όπα όπα. Από τη βαβούρα και το τέλι. Καθημερινές, χαράματα, στην περιοχή του Λιμανιού γίνεται πανικός από νέο κόσμο που στέκεται μ’ ένα ποτό, είτε μέσα στο ελληνάδικο είτε έξω, στον δρόμο. Μιλάμε για κακό χαμό. Ο παράδεισος του ελληνάδικου. Επειδή δεν υπάρχουν σπίτια στην περιοχή, άρα και κακόμοιροι να χάνουν τον ύπνο τους, η ένταση είναι τόσο δυνατά όσο αντέχουν τα αυτιά των πελατών. Με το που περνάς την Αριστοτέλους, το τοπίο αλλάζει: ησυχία, ελάχιστος κόσμος, και λίγα μπαρ με καλή μουσική κι ωραίο περιβάλλον να έχουν δουλειά.

Πηγαίνεις στη Βαλαωρίτου, την περιοχή όπου άρχισαν πριν από λίγα χρόνια να ανοίγουν εναλλακτικά και σοφιστικέ μπαρ και ζαλίζεσαι απ’ τον ανταγωνισμό των μαγαζιών, κολλητά το ένα στο άλλο, ποιο θα έχει πιο δυνατά τη μουσική. Δυσκολεύεσαι να καταλάβεις αν αυτό που ακούς είναι μπιτάκι, ελληνικό ή όχι, κάποια παλιά ροκ διασκευή ή χάουζ.

Ελληνάδικα υπάρχουν και σε άλλα σημεία που δεν είναι πιάτσα. Μέχρι το πρωί, ο κόσμος τα τιμά. Έξω από κάποιο της περίπτωσης αυτής, υπάρχει μια καντίνα όπου ο ομορφάντρας ανοίγει στις 3 και κλείνει στις 8, όπως λέει φίλος που μένει κοντά.

Απ’ την άλλη, παραδοσιακά ροκ μπαρ έχουν χάσει πολύ έδαφος.

«Πώς γίναμε σκυλούπολη;» αναρωτιόμασταν με φίλο με τον οποίο θυμόμασταν και νοσταλγούσαμε τη μεγάλη τομή, την αληθινή επανάσταση που είχε φέρει στη Θεσσαλονίκη, την κουλτούρα και τη διασκέδασή της ο πολυχώρος «Μύλος» όταν είχε ανοίξει, το 1991. Ο «Μύλος» υπήρξε κάτι το μοναδικά πρωτοποριακό, όχι μόνο για τη Θεσσαλονίκη, για όλη την Ελλάδα. Κρατώντας πολύ υψηλά στάνταρντ ποιότητας, έβαλε την πόλη στον συναυλιακό χάρτη μιας κατηγορίας καλλιτεχνών που δεν είχαμε δει ποτέ. Θα μου πεις «συγκυρία ήταν». Όχι δα. Ήταν μεράκι, προσπάθεια, όραμα, ανθρώπινη αύρα. Οι νεότεροι από εμάς που στηρίξαμε τότε τον «Μύλο», φαίνεται πως δεν έδειξαν τον ίδιο ενθουσιασμό, με αποτέλεσμα να αρχίσει μια κάμψη, καθώς κι εμείς μεγαλώσαμε κι άλλαξαν οι προτεραιότητές μας. Από τη στιγμή που ο «Μύλος» το 2001 άλλαξε χέρια, δεν ξαναβρήκε ποτέ ίχνος από την παλιά του αίγλη.

Λες και μαζί με τον «Μύλο», πάντως, άρχισε να βυθίζεται κι η πόλη. Από κει που άνοιγαν κι άλλοι wannabe Μύλοι, ξαφνικά άρχισε η στροφή προς τον θόρυβο. Γενικώς, θόρυβο. Όσο πιο κακή η μουσική, τόσο υψηλότερη η ένταση. Κι η αντιπαθέστατη κατηγορία των «ελληνάδικων» να εξαπλώνεται.

Την ίδια ώρα, πάντως, που η Θεσσαλονίκη εμφανίζεται ως σκυλούπολη, υπάρχουν δεκάδες εναλλακτικά μέρη και προσπάθειες, από πολύ ωραία μπαράκια μέχρι χώρους για μιλόνγκες και λάτιν χορούς κι ομάδες που παίζουν και χορεύουν swing. Τις εντυπώσεις, όμως, κλέβουν οι πιο θορυβώδεις. Στην περίπτωσή μας, τα ελληνάδικα.

 

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το
youtube channel