Και τότε της λέγαμε πόσο κούκλα γιαγιά ήταν, με μαλλιά ακόμα σχεδόν μαύρα-μέχρι το τέλος. Από το καλοκαίρι που έτυχε να σηκώνω πότε πότε εγώ το τηλέφωνο, ο θαυμαστής το΄κλεινε. Ντρεπόταν. Μήπως και κάνει κάτι απρεπές. Κι ενώ ένα κομμάτι μου θύμωνε με τον παππού-το κρητικό κομμάτι μου μάλλον, υπερασπιζόταν τη μνήμη του πατέρα μου- ο κυρίως εαυτός μου διασκέδαζε με την κατάσταση, αισθανόμουν σαν γονιός της μαμάς μου. Κι όλο και την πείραζα, "πάλι μου τόκλεισε ο ...τι γίνεται ρε μάνα με τον γκόμενο κλπ" κι όλο και γελούσε.
Τις τελευταίες βδομάδες που δίναμε τη μάχη, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε και ξανάκλεισε αρκετές φορές. Δε γελούσα πια. Γιατί κατάλαβα την αγωνία. Χωρίς να ανταλλάξουμε λέξη μοιραζόμασταν τον ίδιο φόβο. Μέσα από ένα κώδικα ηθικής που δεν επέτρεπε από τη μεριά του τις λέξεις.
Και πριν λίγες μέρες έπαψε να εμφανίζεται το νούμερο από τα Χανιά.
Το νέο έφτασε κι εκεί.
Και μέσα στη δική μου ζάλη, σκέφτομαι στιγμές και τη βουβαμάρα του ανθρώπου αυτού μόλις έμαθε. Και τον πόνο. Που ποιος ξέρει αν μπόρεσε να τον μοιραστεί. Ή τον κράτησε μέσα του. Όπως τόσα χρόνια τα κρατούσε όλα.