Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>Μαύρα πουλιά

the roots web banners 06

Μαύρα πουλιά
08.02.2013 | 12:23

Μαύρα πουλιά

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

Γράφει ο gasireu

 

Ένα διαβολεμένο σκνιπάκι με κυνηγάει. Θέλει απεγνωσμένα ν’ αυτοκτονήσει στο μοχίτο μου. Ντάξει, όχι και πολύ, το γιαπί, το πιλοφόρι, το μυστρί, διάθεση. Σε μια απελπισμένη προσπάθεια να πιω όλη την κάβα μου, τυχαία γεμάτη εδώ και καιρό με Αβάνα Κλάμπ, θέλησα να μυρίσω λίγο το ξεχασμένο καλοκαίρι. Ξέθαψα μια γλάστρα μέντα και αγόρασα λάιμ Βραζιλίας. Κανονικά θα έπρεπε να φτιάξω ντεμέκ καϊπιρίνια, αλλά δεν ήθελα. Βαράει άσχημα στο κεφάλι. Στη χώρα της φτώχειας, των κώλων και της σάμπα, έχει καρναβάλι τώρα. Κι ο Χριστός με ανοιχτά τα χέρια του, επ’ άπειρον, ατενίζει τα γαμήσια, τους μεθυσμένους και τη θάλασσα από ψηλά.
 
Πονοκέφαλος
 
Η Σία είχε βαρεθεί να γαμιέται με διανοούμενους. Ειδικά οι αριστεροί διανοούμενοι της έφερναν πονοκέφαλο. Ειδικά οι μεσήλικοι, αριστεροί, διανοούμενοι. Όχι απλό βαρύ πονοκέφαλο, σα μέγγενη, αλλά αδυσώπητο, ύπουλο, απ’ εκείνους που ξεκινούν σα μια απλή αδιαθεσία και τελικά καταλήγουν να σε ρίχνουν οριζόντια στο κρεβάτι. Αν είχε ένα όπλο στο κομοδίνο, ορκιζόταν ότι θα τίναζε τα μυαλά της στον αέρα, ειδικά κάτι Παρασκευές βράδυ που φύσαγε. Η μουσική μνήμη του Γκαϊφύλλια και του Μεράντζα, είχαν αρχίσει να της πριονίζουν το νευρικό σύστημα.
Στο λιμάνι, από μακριά, είδε και το Δημήτρη και το Γιάννη. Λαϊκά παιδιά από τη Νίκαια και τον Κορυδαλλό, που στέκονταν στην πρώτη γραμμή. Έριξε ένα νόμισμα στην άδεια παλάμη της. Γράμματα, Δημήτρης.
Ρε συ Δημήτρη, έλα από το σπίτι το μεσημέρι, να πιούμε κάτι, μου έχει στείλει και χορτόπιτα η μάνα μου από το χωριό. Θέλω ειλικρινά να μου πεις την οπτική σου για τα γεγονότα, που βλέπεις να πηγαίνει το πράγμα;
Αγόρασε ένα 6άρι πακέτο προφυλακτικά από το περίπτερο και ένα δίλιτρο χύμα κρασί αγιωργίτικο από το μπακάλη της γειτονιάς. Στο περίπτερο εισέπραξε το γεμάτο μίσος βλέμμα μια νοικοκυράς, ίσως και μικρότερής της στην ηλικία. Όσοι δεν γαμιούνται, μισούν τους υπόλοιπους, με μια απερίγραπτη οδύνη, μια ξέχειλη αηδία, μια απύθμενη αδικαιολόγητη καταφρόνια.
Το κουδούνι χτύπησε στη μία το μεσημέρι. Κατά τις έντεκα το βράδυ άναψε τσιγάρο, στο διάδρομο του υπνοδωματίου ήταν πεταμένος και τσαλακωμένος ο Ριζοσπάστης. Όλη αυτή η θολούρα κι ο πονοκέφαλος, της είχαν πια περάσει.
 
Στις καριόλες φρένο
 
Στον Άρη δεν άρεσαν τα ξέκωλα. Του άρεσαν οι μελαχροινές γοητευτικές γυναίκες και οι όμορφα διατυπωμένες θεωρίες για τις σχέσεις. Ξέρεις, αν δεν γαμήσεις πολλές γυναίκες νεαρός και δεν χορτάσεις μουνί, μεγαλώνοντας παρουσιάζεις δείγματα μαλακισμένης συμπεριφοράς. Μάλιστα. Έτσι ακριβώς.
 Όχι ότι δεν είχε πονέσει κι αυτός, αλλά το είχε αποδεχτεί, στο βαθμό που η λησμονιά του προσέφερε πια, μια σχετική ασφάλεια. Μου έλεγε ένα βράδυ στον Κρητικό, δε θυμάσαι το φίλο μας από την Κέρκυρα, που έλεγε ότι δέχεται ότι του δίνει η ζωή, σα δώρο; Ε, ναι και ότι το σεξ είναι κάτι σαν τον σολωμό, πρέπει να τον τρως αραία για να μη τον βαρεθείς. Του είχα πηδήξει τη γκόμενα που γυρόφερνε, στα γραφεία του κόμματος, ένα βράδυ που ήμουνα τύφλα. Δεν είχα τύψεις, όποιος πρόλαβε τον κύριο είδε εκείνα τα χρόνια κι έπειτα θυμήθηκα μια φίλη που μου είπε ότι τη ρώτησε ένα βράδυ, να χύσω στο στήθος σου; O μαλάκας. Καθόλου τύψεις δεν είχα.
Ο Άρης ήξερε να συνταιριάζει ωραίες λέξεις, σε ανυπέρβλητα νοήματα. Αυτό αρέσει στις γυναίκες. Αρέσει σε όλους, γενικότερα. Χωρίς φουλάρια και την αριστερίστικη φλωριά των υπολοίπων, είχε ένα τρόπο με τους ανθρώπους. Ευθύ και ζεστό, μάλλον αληθινά φιλικό. Σε ένα περιβάλλον από περήφανα κοκοράκια γεμάτα στόμφο, έκανε μια σχετική εντύπωση. Ύστερα έπινε πολύ και ψιθύριζε τραγούδια. Όλοι αγαπάνε τον άνθρωπο που σιγοτραγουδάει πάνω από το ποτήρι του.
Τον τελευταίο καιρό του είχε κολλήσει η φράση, στις καριόλες φρένο, από μια ταινία που είχαμε δει παλιότερα. Συνέπεσε με το γεγονός ότι είχε αρχίσει να βγαίνει με μια γκόμενα που του άρεσε πολύ και τον ζόριζε ελάχιστα, τόσο όσο να μη χάνει το ενδιαφέρον του. Βόλτες και θέατρα και ταβερνάκια και πέρα δώθε στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ξέρεις τώρα ‘συ.
Ήταν στη φάση που περίμενε να του δώσει τα κλειδιά του σπιτιού της. Έπειτα μπορεί να σκεφτόταν ένα ταξίδι στην Ανατολή και το καλοκαίρι, δεν θα αργούσε πολύ ακόμα. Αχνά, του πέρναγε από το μυαλό ότι είχε βρει κάπου να σταθεί. Να πάρει μια ανάσα. Τις νύχτες ακουμπούσε την ιδρωμένη πλάτη του στο στήθος της, νιώθοντας μια σχετική ασφάλεια.
 
Είναι ώρα τώρα, που έχω πιει τα πάντα. Με τα χέρια ορθάνοιχτα, στέκομαι πάνω στο πεζούλι του μπαλκονιού μου, καταχείμωνο, σαν το Χριστό. Το ποτήρι σπασμένο χάμω χάσκει, με τα παγάκια διασκορπισμένα τριγύρω. Κοιτάω στο βάθος της νύχτας, τα φώτα στον ορίζοντα, τη θάλασσα, τους κώλους από μνήμης, πέντε ιδεολογικές γραμμές και τα βάσανα της γενιάς μου. Θεωρίες, θεωρίες, θεωρίες κι απόπατος. Το σκοτάδι είναι πηχτό και οι γάτες ουρλιάζουν να ζευγαρώσουν. Οι φίλοι μου, είναι μαύρα πουλιά. Ζαλίζομαι, θα πέσω, θα πέσω πάνω στα βρεγμένα γυαλιά της εποχής.
 
Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το