Στο Γυμνάσιο, την ώρα του διαλείμματος, μου άρεσε να κρεμιέμαι από τα κάγκελα του μπαλκονιού της τάξης και να κοιτάζω την εθνική οδό Κορίνθου-Πατρών, που ήταν πάντοτε γεμάτη νταλίκες. “Θα φύγω”, σκεφτόμουν και ήδη είχα στρογγυλοκαθίσει στη θέση του συνοδηγού, δίπλα σε έναν άγνωστο μουστακαλή νταλικέρη με χοντρή κοιλιά, που μύριζε ρετσίνα, άκουγε Πόλυ Πάνου στο ραδιόφωνο και με το άλλο χέρι έπαιζε ένα κίτρινο κομπολόι πολύ μάγκικα και ωραία. Καθ’ οδόν μου μιλούσε για ένα σπουδαίο κωλόμπαρο που θα με πήγαινε και που κάποτε το είχε γκρεμίσει ένας Μάκης. Τις περισσότερες φορές έβρεχε στο δρόμο. Οι τάσεις φυγής μου, ως άλλες ελπίδες, αναπτερώνονταν μόνο τους χειμώνες.
Τελικά με ένα αεροπλάνο έφυγα μετά από χρόνια, βαριεστημένη, χωρίς ίχνος ρομαντισμού ή περιπετειώδους διάθεσης. Έκτοτε αναρωτιέμαι τι ήταν πιο σημαντικό όταν οι τάσεις φυγής μου πεινούσαν ακόμα: τα χρωματιστά κουμπιά από τα γυναικεία παλτά που είχαν γίνει κουρέλια, το κεφάλι του Ντεπίνο που μου θύμιζε ουράνιο τόξο ή ο μπεκρής νταλικέρης στην Κορίνθου-Πατρών που στις 9.45′ το πρωί έσπαγε τις μαθηματικές εξισώσεις του κυρίου Πρινέα στα δύο και με έβαζε να ακούω τα άπαντα της Πόλυς Πάνου από τα ερτζιανά, δίνοντάς μου υποσχέσεις για μια ζωή με τελείως διαφορετικά ωράρια εργασίας στη μακρινή χώρα του Μάκη;