Η βροχή, ο αέρας και τα αστραπόβροντα έξω δεν έλεγαν να σταματήσουν εδώ και πέντε ώρες. Μάταια προσπαθούσε να βρει ένα μικρό άνοιγμα στον θεοσκότεινο ουρανό -κι ας ήταν ακόμη τέσσερις το μεσημέρι- για να περάσει, σαν από κουμπότρυπα, μια θετική σκέψη. Οτι θα μπορούσε, δηλαδή, ο πιλότος να βγάλει από κει μέσα το αεροπλάνο σε ένα κομμάτι, να βγει πάνω απ’ τα σύννεφα και να φτάσει -πάλι σε ένα κομμάτι- στον προορισμό του. Χαζή σκέψη. Ούτε άνοιγμα υπήρχε στο απέραντο μαυρογκρί, ούτε αεροπλάνο στο τέρμα της φυσούνας. Μόνο βροχή, ασταμάτητη βροχή, νερό σαν να αναποδογύρισες έναν ωκεανό ολόκληρο. Και χιλιάδες αστραπές, θαρρείς κι ερχόταν από κει πάνω κανείς πολύ διάσημος και τα φλας πήραν φωτιά μπας και χάσουν το κελεπούρι.
Προσπάθησε να πιει λίγο νερό απ΄το μπουκάλι, ο λαιμός του ήταν τόσο στεγνός που σχεδόν πόνεσε απ’ το μικρό ρυάκι που έτρεξε μέσα του. Θυμήθηκε τα λόγια του Bowles, ότι ο ουρανός είναι κάτι στέρεο, ένα ταβάνι που βρίσκεται κει πάνω για να μας προστατεύει απ’ αυτό που βρίσκεται από πίσω του. Τρόμαξε. Κι αν αυτό βρήκε τρόπο να τρυπήσει τον ουρανό και να κατέβει κάτω; Ξανάπιε άλλη μια γουλιά νερό, κλείνοντας σφιχτά τα μάτια. Ακόμη κι έτσι όμως, το φως απ’ τις αστραπές βρήκε τρόπο να τρυπώσει ως το μεδούλι του.
Τα delayed έπεφταν βροχή. Πιο πολλή απ’ την έξω. Από κοντά και τα cancelled. Τα φώτα στο διάδρομο με δυσκολία τα διέκρινες, αεροπλάνο δεν θα κατέβαινε έτσι κι αλλιώς, αν ερχόταν καράβι θα ήταν εύκολο να μανουβράρει και να δέσει οπουδήποτε. Gate 1 άδεια, 4 και 5 άδειες, 8 άδεια, 11 άδεια, απ΄την 14 ως την 17 άδειες κι αυτές. Όχι καράβι, στόλος ολόκληρος χώραγε.
Κοίταξε τριγύρω. Καθίσματα, πάγκοι, πατώματα, όλα γεμάτα με ανθρώπους, σακούλες, καρότσια και μπαγκάζια. Προσπάθησε να διακρίνει τι έκρυβε καθένας μέσα του. Με όσα μάτια διασταυρώθηκαν τα δικά του, έβαζε στοιχήματα, «φοβάσαι περισσότερο εσύ ή εγώ;». Tα περισσότερα τα κέρδισε, χαλαρά. Μόνο ένα ζευγάρι που κρυβόταν πίσω από φτηνιάρικα γυαλιά μυωπίας τον έκανε ν’ αναθαρρήσει. Υπήρχε εκεί μέσα κάποιος που φοβόταν το Gate Open και το Now Boarding περισσότερο απ’ αυτόν. Κάποιος με σφυγμούς τριψήφιους, ιδρωμένος, με στομάχι σμπαράλια, μελλοθάνατος. Ένιωσε μια τεράστια ανακούφιση, άδειασε το μπουκάλι, σκούπισε το στόμα του με την έξω μεριά της παλάμης του και ξεκίνησε για το πάρκινγκ.
Ο γιατρός του είχε πει να βρει έναν τρόπο να ξεπεράσει το φόβο του να πετάξει, «υπάρχουν πιο ειδικοί από μένα, ζήτα τη βοήθειά τους, δεν μπορείς να πεθαίνεις πενήντα φορές με τη σκέψη και μόνο ότι θ’ ανέβεις σε αεροπλάνο». Βρήκε. Όταν έβλεπε στο δελτίο καιρού να μιλάνε για ακραία καιρικά φαινόμενα, παρατούσε ο,τι άλλο έκανε και έτρεχε στο αεροδρόμιο. Εδώ και πολλά πολλά χρόνια. Σε αεροπλάνο δεν ανέβηκε ποτέ. Έφευγε απ΄το αεροδρόμιο εξαντλημένος απ’ το άγχος, μα ευτυχισμένος που κατόρθωνε να επιστρέψει στο σπίτι ζωντανός. Αρτιμελής, ακέραιος, αναγνωρίσιμος. Χωρίς να χρειαστεί ποτέ η αναγγελία της άφιξης της πτήσης του να σβηστεί ξαφνικά από τον πίνακα.
♫