Πριν μερικούς μήνες έτυχε να δουλέψουμε μαζί πάνω σε μια αρκετά φιλόδοξη έκδοση της υπηρεσίας. Η Μόνικα είχε μόλις προσληφθεί. Ήταν η πρώτη της δουλειά στο χώρο και ήταν ξετρελαμένη. Εκείνη είχε αναλάβει το γραφιστικό κομμάτι κι εγώ τη σύνταξη του περιεχομένου. Όταν ετοίμασα το χειρόγραφο, αρχίσαμε να διαλέγουμε φωτογραφίες, γραμματοσειρές, τίτλους και λεζάντες. Η Μόνικα έμοιαζε να θεωρεί τη δουλειά της άσκηση δημιουργικής χαρτοκοπτικής. Με μια αφέλεια σχεδόν παιδική και με ένα κέφι άδηλο μα πολύ ζωντανό, αξιοζήλευτο, πρότεινε ιδέες και εναλλακτικές λύσεις για τη σελιδοποίηση του βιβλίου. Αν την άφηνα ελεύθερη, αντί για την έκθεση περί επιχειρηματικότητας θα ήταν ικανή να στήσει ένα κλασσικό εικονογραφημένο για ενηλίκους. Ή για ασυνήθιστα παιδιά. Σίγουρα πάντως όχι για το αναγνωστικό κοινό της υπηρεσίας και τους γραφειοκράτες.
Οι αναμενόμενες φωτογραφίες φιλόδοξων νεαρών επιχειρηματιών, οι σύγχρονες φάρμες στα χωριά της Σκανδιναβίας καθώς και κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες από το εσωτερικό εργοστασίων ή βιοτεχνιών του νότου που όφειλαν να προβληθούν στο βιβλίο είχαν αντικατασταθεί από χαμογελαστά πρόσωπα θεριστάδων με δρεπάνια στα χέρια και ανθρώπων που ξεσπόριαζαν κάρδαμα ή μάζευαν μπανάνες. Και από αυλές λιθόκτιστων σπιτιών όπου μελαψές γυναίκες έπλεναν στο χέρι τα πολύχρωμα υφάσματά τους μέσα σε πήλινες λακκούβες γεμάτες μπογιές και ξύδι. Το ξύδι δεν το κατάλαβα από τις φωτογραφίες, φρόντισε όμως να μου το εξηγήσει η ίδια, τονίζοντας πως «είναι ο καλύτερος τρόπος για να σταθεροποιείται η μπογιά πάνω στο πανί και αυτή είναι μια σαφώς πιο οικολογική λύση».
Καθώς μου τα έλεγε όλα αυτά παραβλέποντας την έκπληκτη έκφρασή μου, το γαλάζιο βλέμμα της ζωντάνευε από μια λάμψη πρωτόγνωρη, υπέροχα εκφραστική. Τα τεράστια δόντια της, σε πλήρη θέα, έμοιαζαν να αντανακλούν όλο το φως της μέρας πάνω σε ένα χαμόγελο. Τα λεπτεπίλεπτα δαχτυλάκια της που έπλεκαν φανταστικές γιρλάντες στον αέρα καθώς τα κινούσε παραστατικά για να περιγράψει, μου θύμιζαν στολίδια του λούνα παρκ, έτσι όπως το θυμόμουν τουλάχιστον από τότε που ανέβαινα στα πλαστικά αλογάκια κι έκανα γύρους στο καρουσέλ της γειτονιάς μου. Ήταν μία άλλη γυναίκα.
Η αλήθεια είναι πως ο ενθουσιασμός της όχι μόνο με διασκέδαζε αλλά και με συγκινούσε. Είχα καιρό να συναντήσω κάτι τόσο ειλικρινές στο χώρο της δουλειάς μου. Τελικά βέβαια η έκδοση ακολούθησε την πεπατημένη και οι φωτογραφίες από τα παραμεθόρια χωριά των Ιμαλαΐων και τις αφρικανικές στέπες αντικαταστάθηκαν από άλλες, πιο σχετικές με τις υπό ανάπτυξη βιοτεχνίες στην Ευρώπη. Η γραμματοσειρά ήταν μια απλή Arial και όχι η δική της Old typewriter.
Στο τέλος η έκδοση ήταν πανομοιότυπη με όλες τις υπόλοιπες που παράγουμε κάθε χρόνο στη δουλειά, και νομίζω πως αυτό η Μόνικα δεν κατόρθωσε να μου το συγχωρήσει ποτέ. Η ανώμαλη προσγείωση την είχε τραυματίσει. Ακόμα κι αν δεν έλεγε τίποτα, ένιωθα πως κάτι είχε αλλάξει οριστικά για κείνη.
Πέρασε καιρός. Δουλέψαμε πάνω σε διάφορα βιβλία. Συνεργαζόμασταν αρμονικά, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα ή κενά στο πρόγραμμά μας. Ήταν πάντοτε συνεπής, εργατική και πρόθυμη. Παρόλα αυτά, κάθε φορά που αναλαμβάναμε κάτι καινούριο την έβλεπα όλο και πιο προσγειωμένη. Η δημιουργικότητά της γινόταν σιγά σιγά τακτική. Ο ενθουσιασμός της μετατρέπονταν σε τεχνογνωσία. Με τον καιρό η Μόνικα καταλάβαινε όλο και καλύτερα πώς λειτουργεί το σύστημα και ποιες επιλογές προσφέρει. Καταλάβαινε πως οι γραφειοκράτες δεν είναι καλλιτέχνες και πως αν ήθελε να επιβιώσει στο σκληρό εργασιακό μας περιβάλλον όφειλε να παραμερίσει το συναίσθημα και να πράττει βάσει λογικής και αυστηρών κανόνων. Η Μόνικα αφομοιώνονταν στον πραγματικό κόσμο. Και προσαρμοζόταν όσο πιο καλά μπορούσε, λίγο περισσότερο κάθε φορά.
Παραμένει τυπική μαζί μου. Όταν συναντιόμαστε χαμογελά ευγενικά, εκείνο το διάπλατο χαμόγελο της πρώτης φοράς όμως δεν μου το έχει ξαναχαρίσει. Το βλέμμα της παραμένει γαλάζιο και καθαρό, ποτέ όμως δεν έριξε πάνω μου τα μάτια με κείνη την παλιά χαρά της έξαψης, με τόση ελπίδα. Δεν με αποφεύγει. Απλώς προτιμά να κρατά τις αποστάσεις της και το κατανοώ. Ξέρω πως ακόμα και αν την εκλιπαρήσω, έναν καφέ μαζί μου θα αρνηθεί να πιεί. Δεν την πιέζω.
Την απογοήτευσα τη Μόνικα, της έκοψα τα φτερά. Πάνω στην παρθενική της απόπειρα για καλλιτεχνική δημιουργία μέσα σε ένα εργασιακό περιβάλλον που το ονειρευόταν διαφορετικό εγώ της έδειξα την πραγματικότητα έτσι ακριβώς όπως ήταν. Δεν της είπα ψέματα ούτε κατέφυγα σε υπερβολές. Την προσγείωσα απλώς σε έναν κόσμο όπου αμφιβάλλω αν ήθελε πραγματικά να μπει, μα ήταν πλέον αργά, το κακό είχε γίνει.
Δεν ξέρω αν κατάλαβε ποτέ τα στενά περιθώριά μου. Το αδιέξοδο της δουλειάς μας. Το ελάχιστο περιθώριο λήψης αποφάσεων που μας παραχωρεί το σύστημα και το ρόλο μας σε αυτό τον αδυσώπητο μηχανισμό. Κάποτε ήμουν στη θέση της κι εγώ. Συγγραφέας ήθελα να γίνω, μα κάποιος πρεσβύτερος με προσγείωσε ένα πρωί, δείχνοντάς μου πώς να συντάσσω στατιστικές εκθέσεις και ραπόρτα, που ουδεμία σχέση είχαν με τις μυθιστορηματικές εμπνεύσεις μου και τα καλλιτεχνικά σχέδιά μου. Την ίδια απογοήτευση είχα νιώσει κι εγώ, την ίδια πίκρα, όταν κατάλαβα πόση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στην απτή καθημερινότητα και στη μαγική εκείνη χώρα, την ουτοπική, που θρέφει ο καθένας μας μέσα στη μυστική του φαντασία όσο ακόμη υπάρχει καιρός. Κατόπιν, έρχεται σχεδόν πάντα η στιγμή που το όνειρο στερεύει και η παραγωγική μηχανή ροκανίζει αλύπητα τα πιο μύχια όνειρά μας.
Βλέπω τη Μόνικα να περνά, να χαμογελά και να απομακρύνεται και με πιάνει θλίψη. Μόνικα είναι κι εμένα το όνομά μου, μα δεν το βλέπω ως κατάρα ούτε ως χρησμό. Έχω καταλάβει πια, και ξέρω.
Μόνικες στο κόσμο είμαστε πολλές. Στο τέλος όμως όλες γινόμαστε η ίδια.