“Λένε πως αν κοιτάξεις για δυο λεπτά συνεχόμενα ένα γερανό τη νύχτα στο Πέραμα διαγράφονται κάτι μικρές σκιές στον ορίζοντα, που όσο τις κοιτάς όλο και γεμίζουν, μέχρι που στο τέλος, εντάξει, βλέπεις και τα φτερά στη πλάτη και λες: καλά το φανταζόμουν. Οι άγγελοι του Bέντερς αράζουν τα βράδια στις κορυφές των γερανών. Φύγαν απ' το Βερολίνο μετά την πτώση του τείχους κι ήρθαν στο Πέραμα να αλλάξουνε αιώνα. Αγέραστοι, με τα πόδια τους να κρέμονται στο κενό, καπνίζουνε κάτι αφορολόγητα Prince κοιτώντας τον Σαρωνικό. Κι αν τύχει και καμιά φορά -συνήθως μέρα βροχερή- κάποιος γλιστρήσει απ' την άκρη και πέσει στο κενό, κάνει τάχα πως ξαφνιάζεται, επίτηδες ο άτιμος, να με κοψοχολιάζει. Μετά κουνάει λίγο τα φτερά του στον αέρα και πέφτει με την πλάτη απαλά επάνω στα κοντέινερ. Ξαπλώνει στην οροφή τους, μαζεύονται και οι άλλοι μετά, τού λένε έλα σήκω θα παίξουμε κρυφτό. Ο ένας βάζει τις φτερούγες του στα μάτια και οι υπόλοιποι αρχίζουν να χωρίζονται ξαφνικά, σαν χτυπημένη διαδήλωση. Τρέχουν στο λαβύρινθο της προβλήτας και κρύβονται πίσω από τα χρωματιστά κιβώτια, κι αυτό μπορεί να πάρει πολλές ώρες. Έχουν μεγάλη υπομονή, να σκεφτείς μια φορά κράτησε όλη τη νύχτα. Είχε μείνει ένας ακόμη για να βρεθεί, εγώ έβλεπα πού είναι γιατί είχε έρθει προς εμένα, -τέρμα θεού, αρχή διαβόλου, καθισμένος με την πλάτη του σε ένα μπλε Cosco να κοιτάει την Σαλαμίνα-, και με είχε συνεπάρει τόσο που νόμιζα ότι ήμουν μέρος του παιχνιδιού. Σε μια στιγμή έβαλε το δάχτυλο κάθετα στο στόμα του για να μην τον μαρτυρήσω, έγνεψα εννοείται καταφατικά αμέσως, δε συνειδητοποίησα ότι συνομιλούσα με έναν άγγελο, νομίζω ούτε κι ο άγγελος με άνθρωπο.