Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>Ακόμα και τώρα

the roots web banners 06

Ακόμα και τώρα
06.06.2013 | 02:57

Ακόμα και τώρα

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

Από το gasireu

(Πέτρινα Χρόνια) Το προηγούμενο καλοκαίρι ήταν ζεστό και στιγματίστηκε από τα Ιουλιανά. Την είδε στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου. Εκεί γνωρίστηκαν. Μόλις είχε χωρίσει από ένα αγόρι, που της είχε πει ξεκάθαρα, ότι δεν υπάρχει καμία προοπτική γάμου. Κάποιου είδους βεντέτα, ισχυριζόταν, τον έκανε να κρύβεται στην πρωτεύουσα. Μπορεί και να έλεγε αλήθεια. Ύστερα, επί χούντας, δόκιμος αξιωματικός στο Ναυτικό. Κάθε μεσημέρι τον έπαιρνε μετά τη δουλειά από το Α2 στην Κλαυθμώνος. Παρακολούθηση των ρωσικών υποβρυχίων. Η θέση απαιτούσε αψεγάδιαστο, πεντακάθαρο, δεξιό φάκελο. Δεν ήταν μια θέση για άτομα αμφίβολης πολιτικής τοποθέτησης. Αυτή είχε φάκελο, για ανόητους λόγους, που με κόπο κατάφερε ένας ενωμοτάρχης, παλιός οικογενειακός φίλος, να καθαρίσει.
Εκείνη την εποχή οι χρωματικές αποχρώσεις σου καθόριζαν τη ζωή. Δεν υπήρχε ροζ. Γνωστά αυτά. Φυσικά ρόλο έπαιζε και η ταξική σου θέση. Αλλά σε αυτό δε διέφεραν, ήταν και οι δύο φτωχά παιδιά. Θα παντρευτούν τρία χρόνια μετά. Στον Άγιο Παντελεήμονα Καλλιρρόης, με ταγέρ και κουστούμι. Λουλούδι στο πέτο, μιγκέδες στο χέρι. Χωρίς φράγκο στην τσέπη, χωρίς εφόδια, με μία μάνα κόντρα. Είχε βλέπεις μια κόρη απάντρευτη. Στις αποσκευές τους θα συμπεριληφθεί και η υπόσχεση της προίκας της. 
Στο Ρίο Γκράντε είναι χειμώνας. Ιούλιος. Πρώτο ταξίδι, έτυχε ναύλος για το νότο. Φυσάει μέσα στη λιμνοθάλασσα. Η λάντζα από την πόλη, φέρνει πίσω το πλήρωμα. Κουνάει πολύ. Όταν υπάρχει κύμα, η πλατφόρμα της μεταλλικής σκάλας ανεβοκατεβαίνει επικίνδυνα. Συνήθως ρίχνουν την ανεμόσκαλα. Αυτό είναι το σοφό. Περάσανε ωραία στην πόλη. Άλλωστε έχουν και την αγάπη τους. Υπάρχουν και χρήματα στην τσέπη. Κάνει να πατήσει και χάνει την ισορροπία της. Βουλιάζει, ευτυχώς χωρίς να συνθλιβεί ανάμεσα στο πλοίο και τη σκάλα. Φοράει το παλτό της. Θα ανασάνει μέτρα μακριά. Έχει δυνατό ρεύμα. Ακούει φωνές από το βάθος. Σκιές πάνω στο κατάστρωμα λύνουν κουλούρες και τις πετάνε στα τυφλά. Δεκάδες ριγέ κουλούρες ταξιδεύουν το ποτάμι. Τα νερά είναι γκρίζα, άγρια. Ο ουρανός με σύννεφα. Η σιωπή σκίζεται από τη βουή του ανέμου, κατά ριπές. Βουλιάζει μία, παίρνει ανάσα δύο, τα ρούχα τη βαραίνουν. Πνίγεται και το ξέρει. Σκέφτεται ότι είναι άδικο. Είναι μόλις 23 χρονών. Είναι μακριά από την πατρίδα της. Δεν έχει προλάβει να ζήσει τίποτα, μόνο τον έρωτα. Τον έρωτα που την έφερε ως την άκρη του κόσμου. Μόλις που βλέπει να περνάει δίπλα της μια κουλούρα. Την αρπάζει. Θέλει μεγάλο κόπο να τη φορέσει, τα ρούχα είναι παγωμένα βαρίδια. Πρέπει να βουτήξει το κεφάλι στο νερό ή να την αφήσει και να βυθιστεί στον υγρό της τάφο. Να λυτρωθεί από την επιθανάτια αυτή αγωνία. Δεν ήξερε πως ένα μίλι πιο κει, εκείνος είναι ήδη στο νερό από ώρα, χωρίς αποτέλεσμα, αλλά γεμάτος θυμό κι αρπάζεται κι’ αυτός από κάποια άλλη κουλούρα, που αρμένιζε. Δεν θυμάται πολλά από 'κει και πέρα. Στο κατάστρωμα αρνείται πεισματικά να βγάλει το σωσίβιο. Αρνείται πεισματικά να βγάλει το βρεμένο παλτό. Είναι παγωμένη. Θα πιει ένα μπουκάλι κονιάκ για να συνέλθει, θα τριφτεί με οινόπνευμα, θα την τυλίξουν με κουβέρτες και ακόμα και τότε, ακόμα και όταν είναι σίγουρο ότι όλα έχουν τελειώσει, θα δει στον καθρέφτη όχι το είδωλό της, μόνο έναν άλλο άνθρωπο. Το συσπασμένο πρόσωπο του τρόμου, την άγρια όψη της επιβίωσης. Της κρατά το χέρι μπροστά στον καθρέφτη. Της κρατά το χέρι, ακόμα και τώρα.
 
(Έρωτας μετά μνημονίου)
 Γνωρίστηκαν ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, μετά το μνημόνιο. Δεν έχει δουλειά εδώ και καιρό. Καταρχήν θα μιλήσουν για την τέχνη, ίσως και για τις διαπροσωπικές σχέσεις. Ωραία συζήτηση, γρήγορη. Θα είναι μαζί από το πρώτο βράδυ. Περνάνε όμορφα ή έτσι νομίζει. Άλλωστε έχει πολύ ελεύθερο χρόνο. Μετά από καιρό θα της πει ότι έχει πρόβλημα με τη συγκατοίκηση, με τη συναισθηματικότητα του, με τη σύνδεση, με τα σανδάλια σε πόδια με βαμμένα κόκκινα νύχια. Δεν την πτοούν οι δηλώσεις. Είναι ένας γενναίος άνθρωπος.
Η πλατεία Ταχρίρ θα τον συγκλονίσει. Θέλει να φύγει στην Αίγυπτο. Αραβική άνοιξη. Εκείνη ακούει με τρόμο. Κάθε μήνα θα έχει και κάτι άλλο επαναστατικό να τον διεγείρει. Κάθε μήνα επίσης, το κίνημα θα τον απογοητεύει και οι φίλοι και ανταγωνιστές θα τον βάζουν σε βαθιές σκέψεις. Σαν αντίδοτο θα πέφτει με τα μούτρα στην ποίηση. Η ιστορία τους θα φτάσει στις πλατείες. Από τις βραδιές πάνω στον στενό καναπέ και τη γλώσσα να σέρνεται μέχρι τη βάση της σπονδυλικής της στήλης, από την απόλυτη αφοσίωση της και τα καθαρά μάτια, στο τίποτα. Θα σβήσουν όλα μέσα στο ψέμα και στο αύριο ανατέλλει μια ακόμα πρόθυμη μαντόνα. Ένα ακόμα ανέμελο φουστάνι, ανεμίζει στην προκυμαία της πόλης. Ας προχωράμε έτσι, καταναλώνοντας ανθρώπους, δακρυγόνα, συναισθήματα βεβιασμένα και ανεφάρμοστες ιδέες. Φταίει ίσως που οι δικοί του δεν αγαπήθηκαν πολύ.
Ο νευροχειρουργός ζει στην άκρη του κόσμου. Εδώ δεν υπάρχει δουλειά. Κι αν υπάρχει οι προοπτικές είναι τραγικές. Έχει καριέρα να χτίσει. Θα έρθει για μια βδομάδα διακοπές. Κάθε βράδυ και μια βαθιά εξομολόγηση στα μάτια. Στο Λαιμό σηκώνει τη φούστα της και βουλιάζει ανάμεσα στα πόδια. Λιμάνια απάνεμα. Έξω, χαμηλά, η θάλασσα γυαλίζει σκοτεινή. Κουτάκια μπύρες στα βράχια. Κράτα με σφιχτά. Ο χρόνος δεν μετράει τις αγωνίες, στέκει ακίνητος. Τα ρολόγια της παραλιακής δείχνουν άλλα αντί άλλων, το καθένα έχει σταθεί σε άλλη ώρα. Που μας ξημερώνουν αυτές οι μέρες; Οι πουτάνες πιο κει, περπατούν πάνω στα τακούνια τους  και γνέφουν πρόστυχα, σε όσους ξεχάστηκαν σε δανεικά μουνιά, τεμπέλιασαν και πάνε. Του κρατάει το χέρι ενώ οδηγεί. Τους χωρίζουν τα πάντα, δεν τους ενώνει τίποτα, παρά μόνο εκείνος ο λυγμός που ξεσπάει στα πρόσωπα, όταν τα σώματα σφαδάζουν πάνω σε μια και μοναδική ανάσα. Θα φύγει, απουσία υποσχέσεων, σβήνοντας στη γλώσσα της, τη γεύση του ημιτελούς.
Ξέρεις μ’ αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι. Ακούει γελώντας, αυθάδικα σχεδόν. Ξέρεις, τα έχω ξανακούσει αυτά.
Είχα μια επιχείρηση, η κρίση βλέπεις, την έκλεισα, ήμουν αλλιώς μαθημένος, με χρήματα, αφεντικό. Χωρίσαμε μ’ εκείνη, ήταν επόμενο. Εσύ όμως βγάζεις μια δροσερή οικειότητα στο αιχμηρό σου χιούμορ. Κι ο τρόπος που γελάς είναι σα να υπόσχεσαι το μέλλον ακέραιο.
Χαμογελάει.  Πάντως αν σε άφησε για τα λεφτά, δεν άξιζε μία, μη σκας. Και αν θες να ξέρεις, δεν πιστεύω πια σε τίποτα. Πριόνισαν τις όποιες ελπίδες, οι σφαίρες της εποχής. Ατομισμός, κυνισμός, το πιπιλάω σαν καραμέλα αυτόν τον καιρό. Η επανάσταση δεν ήρθε. Ούτε στον έρωτα.
Μα δε φοβάσαι μόνη;
Προσποιούμαι τη γενναία. Πίστεψα βλέπεις, σε κάποια άλλη αγάπη, μια αγάπη που βράχηκε στο παγωμένο ποτάμι. Αυτή με συνεφέρνει κάθε Ιούλη. Κάτι θα γίνει. Μα που να καταλάβεις εσύ. Ας πιούμε σήμερα.
 
Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το