Βγήκε ο Ιούλιος, μπήκε ο Αύγουστος, δεύτερος -ή δεύτερη- δεν βρέθηκε να του πει ένα ναι, για τρία τέσσερα βράδια, έστω. Καθένας χωμένος στην ιστορία του, να μετράει και να ξαναμετράει τις ατάκες του και κάθε φορά να τις βρίσκει όλο και πιο λειψές, μα σε ιστορία αλλουνού να μην αποφασίζει να μπει, μη τυχόν και χάσει τα λόγια. Άδεια η θέση του συνοδηγού, ένας καφές στο καράβι, ένα βιβλίο στην άμμο, ένα ζευγάρι γυαλιά, μονά όλα. Αλλά -το αποφάσισε- στην πόλη δεν θα ξεκαλοκαίριαζε, αφού έτσι ήρθαν τα πράγματα (και θα ‘μεναν, όπως ήταν ξεκάθαρο, για καιρό) είπε να ξεπληρώσει ένα παλιό χρέος. Όχι βαρύ. Αλλά θα τον ξαλάφρωνε.
Αν ήταν ένα τρυφερό γλυκόπικρο ταινιάκι (απ΄ αυτά που κάνουν τους κυνικούς στη γαλαρία να πουν «έλα μωρέ τώρα»), θα τον έβλεπες στις εφτάμιση το πρωί του Σαββάτου να ξαναβάζει το αγαπημένο του χαχόλικο πουκαμισάκι και το παλιό ξεθωριασμένο τισερτ μέσα στο σάκο της μικρής θερινής απόδρασης. Εκδρομή τιμής ένεκεν, κι ας τα ‘φερνε αφόρετα πίσω, για όλα τα καλοκαίρια που πέρασαν αγόγγυστα μαζί του, ως τώρα.
♫