Το χέρι μου ήταν πολύ κουρασμένο για να αλλάξει συχνότητα. Μείναμε εγώ, ο δρόμος, οι βαλκάνιοι και ο Τερζής. Και μερικές ασυνάρτητες σκέψεις που αν ήταν λόχος θα είχαν αποδεκατιστεί πριν καν ακουστεί το πρώτο «μπαμ». Κάποια στιγμή διάβασα αφηρημένος εκατόν εξήντα χιλιόμετρα στο ταχύμετρο και πόνεσε η ψυχή μου, τόσα ευρώ πεταμένα…
Εβδομήντα χιλιόμετρα πριν φτάσω σπίτι, με συνέλαβα με κάποια κρυφή ανακούφιση να σκέφτομαι ότι ευτυχώς μετά από κάποια ηλικία η φθορά του σοβά στο πετσί μας αποτρέπει τους άλλους από το να αποπειραθούν να τρυπώσουν μέσα, περιμένοντας να βρουν κάποιας αμφίβολης αξίας και χρησιμότητας παγκάκια για να περάσουν την ώρα τους ή να ξαποστάσουν για λίγο, ή για πολύ. Ελπίζω όμως αν βρουν πόρτα ή χαραμάδα, έστω κι αν δεν βρουν ούτε γωνιά που να μη μοιάζει ρημαδιό και αγνώριστη απ΄ τις σκόνες, τα σκουπίδια και τη σκουριά, τα ηχειάκια να παίζουν ακόμη -ας είναι και ψιθυριστά- κάτι που θα θυμίζει, αμυδρά έστω, το Sleepless. Έτσι, για το γινάτι.
♫