Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>Το Δελφινόπαιδο

the roots web banners 06

Το Δελφινόπαιδο
28.10.2013 | 02:38

Το Δελφινόπαιδο

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

Έχεις ερωτευθεί ποτέ σου δελφίνι;

Μια φορά κι έναν καιρό, σ' έναν τόπο τόσο μακρινό όσο και οι παιδικές διακοπές, ζούσε η Πέρλα.
Ήταν δώδεκα χρονών και δεν ξέρω τίποτ' άλλο.
Γονείς, αδέλφια, σπίτι, τίποτα.
Κάθε σούρουπο καθόταν σ' έναν βράχο δίπλα στη θάλασσα και έμοιαζε με γοργόνα που ξαπόσταινε από το παιχνίδι της.
Δεν ήταν γοργόνα. Ήταν η Πέρλα. Ένα μικρό κορίτσι.
Φυσικά και ήταν όμορφη! Δεν τα ρωτάνε αυτά!
Εκείνο το απόγευμα ο αέρας τα είχε μαζέψει γι' αλλού,
η θάλασσα ακίνητη σαν ασπρογάλαζο μάρμαρο κι ο ήλιος κατέβαινε...
Η Πέρλα τον περίμενε να πέσει και ύστερα έφευγε, ποιος ξέρει για πού...
Αυτό γινόταν κάθε απόγευμα, για δεκάδες, εκατοντάδες χρόνια.
Ναι, ξέρω. Η Πέρλα ήταν δώδεκα χρονών. Το είπα και δεν το παίρνω πίσω!
Δεν ξέρω πώς γίνεται, πάντως γίνεται!

Μόλις η κόκκινη λεπίδα του λαμπερού τροχού άρχισε να σκίζει το μάρμαρο, η Πέρλα σηκώθηκε να φύγει.
Τότε, ένα δελφίνι πετάχτηκε από το νερό, διέγραψε μία ωραία παραβολή στον αέρα και ξαναβούτηξε.
Αυτό έγινε τέσσερις-πέντε φορές, ώσπου στο τέλος στάθηκε μπροστά της, όρθιο, μισό μέσα στο νερό μισό έξω. Ακίνητο και την κοιτούσε.
Δεν ξέρω πώς γίνεται, πάντως γίνεται!
- Ποια είσαι εσύ; της είπε ύστερα από λίγο.
- Η Πέρλα, εσύ;
- Ο Δέλιος.
- Δεν ήξερα ότι έχουν ονόματα και τα δελφίνια.
- Δεν είμαι δελφίνι. Ή, μάλλον, δεν είμαι πάντα δελφίνι. Μόνο όταν θέλω...
- Και τι είσαι;
- Άνθρωπος, όπως και εσύ. Μόνο όταν θέλω...
Η Πέρλα χαμογέλασε, του έδειξε ότι δεν τον πιστεύει αλλά δεν του το είπε. Ο Δέλιος, δηλαδή το δελφίνι, το κατάλαβε και της πρότεινε να συναντηθούν την επόμενη μέρα το απόγευμα, στο ίδιο μέρος.
- Αύριο θα είμαι άνθρωπος... Έλα και θα δεις.

Πράγματι, το επόμενο απόγευμα φτάνοντας η Πέρλα στον βράχο βρήκε ένα αγόρι, περίπου συνομήλικό της, να την περιμένει.
- Γεια σου Πέρλα. Είδες που δεν με πίστευες;
- Είσαι...
- Ο Δέλιος είμαι, ποιος ήθελες να είμαι!
Κάθισαν δίπλα-δίπλα και ο Δέλιος άρχισε να μιλάει. Εκείνος έπρεπε να δώσει εξηγήσεις και αυτό έκανε. Ήταν ένα από τα εφτά παιδιά μιας οικογένειας ψαράδων, το μικρότερο. Τέσσερα αγόρια, τρία κορίτσια. Κάθε μέρα τον ξυπνούσαν από τα μαύρα χαράματα για να πάνε για ψάρεμα.
Ο Δέλιος νύσταζε, ήθελε να κοιμηθεί, αλλά ο πατέρας και τα αδέλφια του τον τραβούσαν με το ζόρι για να μάθει τη δουλειά.
Βγαίνανε στη θάλασσα και γυρνούσαν νωρίς το απόγευμα. Στον γυρισμό, ο μικρός χάζευε τα δελφίνια που παίζαν πλάι στη βάρκα τους, ζήλευε την ελευθερία τους, τους μιλούσε, τα άκουγε, γίνονταν φίλοι.
 Όταν σουρούπωνε βγαίναν πάλι όλοι με τη βάρκα για να ρίξουν τα δίχτυα που θα μάζευαν το άλλο πρωί.
Έψαχναν τον Δέλιο να τον πάρουν μαζί, αλλά δεν τον έβρισκαν πάντα. Κρυβόταν όταν πλησίαζε η ώρα και μόνο όταν έβλεπε τη βάρκα να ανοίγεται έβγαινε και έτρεχε στη θάλασσα να κολυμπήσει. Κολυμπούσε και προσευχόταν. Να τον ξεχάσουν το επόμενο πρωί, να τον αφήσουν να κοιμηθεί, να παίξει, να γίνει δελφίνι...
Αυτό το τελευταίο δεν κατάλαβε πώς του βγήκε. Του άρεσε όμως και ύστερα ζητούσε μόνο αυτό. Να μπορεί όταν θέλει να γίνεται δελφίνι.
Ένα πρωί, όπως όλα, ο Δέλιος ξύπνησε από τα σκουντήγματα του πατέρα του και ετοιμάστηκε πάλι για το μαρτύριό του. Καθώς μάζεψαν τα δίχτυα, ο μεγάλος του αδελφός άρχισε να φωνάζει και να βρίζει. Μαζεύτηκαν όλοι προς τη μεριά του και τον είδαν να σηκώνει ένα ξεσκισμένο δίχτυ, χωρίς λέπι βέβαια, και να «κατεβάζει» θεούς και δαίμονες.
«Αυτά τα καταραμένα δελφίνια πάλι! Πιάνονται στα δίχτυα και για να ξεφύγουν τα σκίζουν. Μας καταστρέφουν το βιος. Δεν θα πιάσω κάποτε ένα τους! Τότε θα δεις!»
Επέστρεφαν σπίτι, κατηφείς, αμίλητοι και πολύ στενοχωρημένοι που είχαν χάσει ένα από τα δύο μεγάλα δίχτυα τους.
Δεν ήταν εύκολο να αγοράσουν άλλο. Τώρα έπρεπε να δουλεύουν πιο σκληρά μέχρι να καταφέρουν να το αντικαταστήσουν.
Έφτασαν στο μικρό λιμανάκι, ο πατέρας τράβηξε αμέσως για το σπίτι και τα αδέλφια του Δέλιου, αφού έδεσαν τη βάρκα, άρχισαν να ξεφορτώνουν τα σύνεργα. Κουβάδες, δίχτυα, πετονιές...
Ο Δέλιος είχε μείνει μόνος του στην πρύμνη της βάρκας και περίμενε να δει τα αδέλφια του να απομακρύνονται για να κατέβει κι αυτός. Μόλις άρχισαν να χάνονται από τα μάτια του τα αδέλφια του, σηκώθηκε να βγει, αλλά ένα δυνατό τράνταγμα τον έριξε πίσω. Τρόμαξε, σήκωσε δειλά-δειλά το κεφάλι του και είδε ένα δελφίνι να τον κοιτάει, όρθιο, μισό μέσα στο νερό μισό έξω.
Δεν ξέρω πώς γίνεται. Πάντως γίνεται!
- Άκουσα ότι προσεύχεσαι να μπορείς να γίνεσαι δελφίνι όποτε θέλεις. Γιατί, παρακαλώ;
Ο Δέλιος, που το κορμί του είχε κοκαλώσει αλλά το μυαλό του όχι, του απάντησε πως ήθελε να είναι ελεύθερος. Να παίζει στη θάλασσα όπως εκείνα, να μην πρέπει να ξυπνάει από τα χαράματα...
- Και πού ξέρεις εσύ πότε ξυπνάμε εμείς; του είπε το δελφίνι.
Ο Δέλιος τα χρειάστηκε. Δεν το είχε σκεφτεί αυτό.
- Δηλαδή... κι εσείς... θέλω να πω... ξυπνάτε κι εσείς...
Το δελφίνι άρχισε να γελάει.
- Μικρέ μου, έχουμε κι ‘μεις κάποιες υποχρεώσεις. Πρέπει να βρούμε την τροφή μας, να ταΐσουμε τα παιδιά μας, έχουμε γονείς, αδέλφια, κάπου ανήκουμε κι εμείς.
- Ναι, αλλά είστε ελεύθερα, δεν είστε;
- Δεν ξέρω τι θα πει αυτό. Αν εννοείς ότι έχουμε όλη τη θάλασσα δική μας, ότι πηγαίνουμε όπου θέλουμε, ότι δεν μας τρομάζει το μέλλον... ναι, τότε είμαστε.
- Και μπορώ να γίνω κι εγώ σαν κι εσάς; Μόνο όταν θέλω. Θα πεθάνει η μάνα μου αν με χάσει.
- Έχω κάνει πολλούς δελφίνια. Μη νομίσεις ότι είσαι ο μόνος που το ζήτησες. Πολλοί μετάνιωσαν και ήθελαν να γυρίσουν πίσω στους ανθρώπους, αλλά δεν γινόταν. Εσύ είσαι μάλλον πιο έξυπνος.
Λοιπόν, κάθε φορά που θα λες τη φράση «είμαι παιδί - νεράκι πίνω - αλλά δελφίνι θε να γίνω» θα γίνεσαι δελφίνι για μία ολόκληρη μέρα. Αν θέλεις να ξαναγίνεις άνθρωπος πριν ολοκληρωθεί η μέρα θα λες «είμαι δελφίνι - θάλασσα πίνω - πάλι παιδί θέλω να γίνω».

Η Πέρλα δεν είχε βγάλει μιλιά. Δεν τον διέκοψε καθόλου, δεν είχε τίποτα να τον ρωτήσει, μόνο άκουγε. Και βέβαια πίστευε. Δεν είχε λόγο να μην πιστεύει.
- Έτσι λοιπόν, συνέχισε ο Δέλιος, όποτε θέλω να ξεφύγω γίνομαι δελφίνι. Δεν μπορείς να καταλάβεις την ευτυχία μου. Πρέπει να φύγω όμως τώρα..
- Θα σε δω αύριο; ρώτησε η Πέρλα.
- Όχι, αύριο θα είμαι δελφίνι. Αν θέλεις, μεθαύριο.
Το επόμενο απόγευμα η Πέρλα πήγε στον βράχο ελπίζοντας να τον ξαναδεί, έστω ως δελφίνι, αλλά ο Δέλιος δεν φάνηκε. Φάνηκε όμως την επόμενη μέρα, όπως της είχε υποσχεθεί. Άνθρωπος. Κάθονταν ώρα πολλή και μιλούσαν για πολλά απογεύματα, πολλά χρόνια...
Ένα απόγευμα ύστερα από δεκάδες χρόνια, ο Δέλιος, εκεί που της μιλούσε για τον βυθό και τα πλάσματά τους, την είδε που έκλαιγε.
- Τι έχεις; Τι είναι; Δεν θα μου πεις;
- Να... δεν μπορώ άλλο να σε βλέπω μέρα παρά μέρα. Θέλω να σε βλέπω συνέχεια. Θέλω να μείνεις μαζί μου. Νομίζω ότι σε αγαπάω...
Ο Δέλιος δεν μίλησε για πολλή ώρα. Ζύγισε μέσα του όλον τον κόσμο. Την ελευθερία, την Πέρλα, την αγάπη...
- Νομίζω ότι κι εγώ σε αγαπάω... αλλά... δεν μπορώ...
- Τόσο σημαντική είναι αυτή η ελευθερία για σένα; Πιο σημαντική απ' την αγάπη;
Ο Δέλιος ένιωθε πως έπρεπε να προβεί σε έναν αυτοσχεδιασμό, σε μία από εκείνες τις μνημειώδεις αγορίστικες απολογίες που θα τον παρουσίαζαν ως ένα θύμα της ματαιότητας των ανθρώπινων σχέσεων και της παραφθοράς των διαφημισμένων αισθημάτων. Θα αποκαθιστούσε την κατασυκοφαντημένη έννοια της απόλυτης ελευθερίας και στο τέλος θα έχτιζε με ιδιαίτερη φροντίδα και έναν τραγικό τόνο στη φωνή του την κατακλείδα ότι η αγάπη χωρίς την ελευθερία δεν γίνεται... δεν μπορεί... δεν είναι... Σκεφτόταν πολλά, αλλά τελικά κατάφερε να πει μόνο μία φράση
- Δεν ξέρεις πώς είναι, γι' αυτό το λες.
- Ναι, δεν ξέρω - είπε η Πέρλα - όμως μάλλον ούτε εσύ ξέρεις πως είναι να... γι' αυτό φοβάσαι.
- Δεν φοβάμαι, αλλά δεν μπορώ να παίρνω ζωή από άλλους ανθρώπους. Εννοώ από αισθήματα. Έχω ένστικτα που είναι πολύ πιο δυνατά.
- Δεν θα έπρεπε να μιλάμε έτσι, είπε η Πέρλα.
- Γιατί;
- Γιατί είμαστε μόνο δώδεκα χρονών, πού τα μάθαμε;
- Σωστά!

Κάποτε η Πέρλα τον ρώτησε αν θα μπορούσε κι εκείνη να γίνεται δελφίνι, για να 'ναι μαζί.
- Δεν θα μπορούσες, γιατί δεν είναι αυτό που θέλεις. Άλλο θέλεις. Μην ξεγράφεις το όνειρό σου για μένα. Εγώ θα φεύγω και θα έρχομαι. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
- Θα φεύγεις και θα έρχεσαι... Μάλλον ούτε κι εγώ μπορώ να κάνω αλλιώς... ψιθύρισε η Πέρλα με έναν τόνο υπακοής σε ό,τι δεν μπορούσε να αλλάξει.

Έδωσαν πάλι ραντεβού για το μεθεπόμενο απόγευμα. Η Πέρλα είχε φτάσει από νωρίς. Πάντα έφτανε πρώτη. Όμως η ώρα περνούσε κι ο Δέλιος δεν φαινόταν. Άρχισε να σουρουπώνει και ο Δέλιος πουθενά. Νύχτωσε και τίποτα...
Η Πέρλα αποκοιμήθηκε στον βράχο.
Το πρωί την ξύπνησαν φωνές από το μικρό λιμανάκι που έδεναν τις ψαρόβαρκες. Σαν από ένστικτο, έτρεξε προς τα 'κει.
Είχε μαζευτεί πολύ κόσμος κάνοντας έναν κύκλο γύρω από κάτι που η Πέρλα δεν μπορούσε να δει. Άκουσε έναν νεαρό ψαρά να φωνάζει και να θριαμβολογεί. «Σας το είχα πει! Κάποτε θα έπιανα ένα από εκείνα τα καταραμένα! Τουλάχιστον αυτό δεν θα μας ξαναχαλάσει δίχτυα!».
Η Πέρλα τρύπωσε ανάμεσα στον μαζεμένο κόσμο και όταν έφτασε μπροστά είδε ένα μικρό δελφίνι με ένα μεγάλο καμάκι να του έχει τρυπήσει το κεφάλι από πάνω βγαίνοντας από κάτω στην κοιλιά του. Ανάσαινε ακόμη. Όλο και πιο βαριά, όλο και πιο αραιά.
Έσκυψε επάνω του και άρχισε να κλαίει. Οι υπόλοιποι γελούσαν. Κάποιοι προσπάθησαν να την ψευτοπαρηγορήσουν.
«Έλα, πώς κάνεις έτσι! Για καλό έγινε! Τώρα δεν θα μας χαλάει τα δίχτυα. Σταμάτα να κλαις. Έτσι κι αλλιώς, σκέψου ότι είναι ένα ακόμη ψόφιο ψάρι! Δεν έχεις ξαναδεί;».
Η Πέρλα τού είχε αγκαλιάσει το κεφάλι. «Σ' αγαπώ», του ψιθύρισε. Τότε άκουσε το δελφίνι να προσπαθεί να μιλήσει. Σκόρπιες λέξεις στην αρχή...
«Πάλι παιδί... Θάλασσα πίνω... Να γίνω...»
Η Πέρλα προσπάθησε να τον βοηθήσει κλαίγοντας με αναφιλητά:
- «Είμαι δελφίνι - θάλασσα πίνω - πάλι παιδί θέλω να γίνω». Πες το... Πες το, αγάπη μου... πες το...

Δεν ξέρω πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε. Δεν ξέρω αν η Αγάπη συναντήθηκε ποτέ με την Ελευθερία.
Μάλλον όχι. Δεν ξέρω πώς γίνεται, πάντως γίνεται!


*Παραγγελία της Ελευθεροτυπίας το 2002, για τη σειρά «Παραμυθένια». 'Ενδεκα χρόνια μετά, έπιασα να το «χτενίσω». Και δεν άλλαξα ούτε λέξη.

 

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το