Όταν όμως ο κλοιός στενεύει και το μυαλό μουδιάζει, το σώμα ενστικτωδώς κάνει την υπέρβαση. Αποφασισμένη λοιπόν να ξηλώσω και το μάρμαρο αν χρειαστεί, άφησα επιδεικτικά απ‘ έξω τον φόβο μου και μπήκα φορτσάτη, παίρνοντας μία βαθιά ανάσα νοσοκομειακού αέρα. Στην εκπνοή, ο νωτιαίος μυελός μου είχε αντικατασταθεί από παγάκια. Κι όμως, δεν το έδειξα. Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο το πώς μέσα στον χώρο αυτό, στο αποστειρωμένο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, τα αποθέματα ψυχικής δύναμης μοιάζουν να μη χωρούν ούτε στην πιο βαθιά τάφρο του Ειρηνικού.
Δε μου πήρε πολύ χρόνο για να καταλάβω πως η παραπάνω πεποίθησή μου δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία ψευδαίσθηση. Μία ακόμα άμυνα του μυαλού μου. Τα παγάκια στη σπονδυλική μου στήλη αντικαταστάθηκαν από βιτριόλι όταν άκουγα τον γιατρό να μου εξηγεί τον αλγόριθμο -ναι, τον αλγόριθμο- για τον προσδιορισμό της δόσης μορφίνης που θα δώσουμε στον καρκινοπαθή άνθρωπό μας όταν βρεθεί λίγο πριν από το τέλος, προκειμένου να μην ταλαιπωρηθεί και να «φύγει στον ύπνο του».
Ωστόσο, το αποκορύφωμα ήρθε με την εικόνα που τρίφτηκε στην ήδη στραπατσαρισμένη μούρη μου βγαίνοντας από το ιατρείο. Στον απέναντι τοίχο, μία μητέρα γύρω στα εβδομήντα κρατούσε το χέρι τής διαλυμένης από χημειοθεραπείες κόρης της που στεκόταν δίπλα. Το βλέμμα μου καρφώθηκε κατευθείαν στα μάτια τους. Ήξερα πως ήταν αδιάκριτο αλλά δε μπορούσα να σταματήσω. Έπρεπε να καταλάβω. Και κατάλαβα.
Η μικρότερη γυναίκα είχε ξεκάθαρα το βλέμμα της θλίψης, της απογοήτευσης που προκαλείται από το ενδεχόμενο ενός επερχόμενου θανάτου. Όμως τα μάτια της ηλικιωμένης γυναίκας ήταν διαφορετικά. Ήταν ανέκφραστα. Παγωμένα. Ήταν τα μάτια του ίδιου του θανάτου. Σα να πέθαινε κάθε λεπτό που πέρναγε, κρατώντας το χέρι του παιδιού της.
Κάπου στο σημείο αυτό είχε έρθει η ώρα του προσωπικού μου, μεταφορικού, γονατίσματος. Έπρεπε να περάσω από δίπλα τους για να φύγω και ήθελα να το κάνω γρήγορα. Δεν άντεχα ούτε ένα λεπτό παραπάνω εκεί. Προσπερνώντας λοιπόν τα δύο ζευγάρια ματιών που ήξερα ότι θα θυμάμαι για όλη την υπόλοιπη ζωή μου, έτοιμη σχεδόν να τρέξω προς την έξοδο το χέρι μου αιχμαλωτίστηκε. Αιχμαλωτίστηκε από το χέρι της μάνας που σα να είχε νιώσει ότι εκείνες τις στιγμές γονάτιζα και έσπευσε να με πιάσει για να με σηκώσει. Και τα κατάφερε.
Όταν οι δυνάμεις μου, μου επέτρεψαν να την κοιτάξω, το χλωμό πρόσωπό της συσπάστηκε για να μου χαρίσει αυτό που είχα μεγαλύτερη ανάγκη εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Ένα γεμάτο σιγουριά και ελπίδα χαμόγελο. Έτσι αποφάσισα να κρατήσω για ανάμνηση μόνο αυτό. Το χαμόγελο της μαμάς, που έμοιαζε να τα γιατρεύει όλα.