Μέσα σου θα πεις ότι η Λιοσίων είναι ο πιο μοναχικός, ο πιο παραπονεμένος δρόμος σε ολόκληρο το σύμπαν, ότι κανείς δεν μίλησε ποτέ στοργικά γι’ αυτήν, κανείς δεν την αγάπησε πραγματικά, ούτε ένα τραγούδι δεν γράφτηκε ποτέ, ούτε ένα ποίημα, ακόμα και στη Μονόπολη ήταν ο πιο φτηνός απ’ όλους τους δρόμους. Θα πεις ότι εδώ δεν θα κάνει ποτέ καμία φιέστα ο δήμαρχος Καμίνης ούτε αισθητική ανάπλαση οι ατενίστας ούτε περιπολίες η ομάδα Δίας, εδώ ούτε καν οι γκραφιτάδες δεν μπαίνουν στον κόπο να ζωγραφίσουν ή έστω να μουτζουρώσουν τους τοίχους, εδώ δεν είναι ορμητήριο φασιστών, εδώ δεν έχει ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια, εδώ είναι ένα no man’s land χωρίς έθνη, θρησκείες, φύλα και ταυτότητες, εδώ έχει μόνο τσοντοσινεμά και μάντρες αυτοκινήτων, τσιμεντένια κουτάκια και σιδερένιες σκάλες που χρόνια τώρα δεν οδηγούν πουθενά. Θα πεις ότι πρόκειται για μια μεγάλη αστική δυστοπία με θόρυβο, σκόνη, καπότες, αποτσίγαρα, νάιλον σακούλες που μπλέκουν συνεχώς στα πόδια σου και νοσταλγία για χαμένες πατρίδες. Θα πεις.
Κι ενώ μέσα στο μυαλό σου ακόμα μπερδεύονται τα χρωματιστά φωτάκια της Πατησίων με τα ελληνικά σημαιάκια της Αχαρνών και τα απλωμένα χέρια της Γ’ Σεπτεμβρίου, θα νιώσεις ξαφνικά μια ακατανίκητη επιθυμία να αγκαλιάσεις μια πολυκατοικία, μια οποιαδήποτε πολυκατοικία, στο νούμερο 62 για παράδειγμα ή στο 148, και κάπου εκεί θα αφήσεις όλη σου την αγάπη για τους αστόλιστους, γυμνούς κι ατιμασμένους δρόμους της εφηβείας σου, ο κόσμος θα περνάει και θα σε δείχνει με το δάχτυλο ή θα σταματάει για μια στιγμή παραξενεμένος και μετά θα φεύγει, εσύ θα μένεις ακίνητος με τα χέρια ανοιχτά γιατί δεν θα έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις, και σε όσους ρωτάνε θα λες ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος που έχεις να αγαπάς αυτή την πόλη, που είναι όμορφη, όμορφη, όμορφη. Η πιο όμορφη πόλη του κόσμου, θα λες.