Κάποιες ώρες ολισθαίνω προς το ζειν επικινδύνως, προσπαθώ να με, να μας σκεφτώ λίγα χρόνια μετά. Ένα, δυο, έστω. Μάταια. Εξίσωση που έχει μόνο άγνωστα x δεν λύνεται. Στο τέλος βολεύομαι με τα ρετάλια του 1+1 = 2 , τα carpe diem, τα «γεροί να ‘μαστε αύριο και βλέπουμε». Κι όσο περνάει ο καιρός, τόσο πιο ακριβά τα βλέπω αυτά τα κουρελάκια. Πανάκριβα, ειδικά την ώρα που περνάνε από μπρος μου -μια σπιθαμή μακριά- φορεία με τρίχρονα κορμάκια πάνω τους, βουτηγμένα στο betadin και με λιλιπούτεια βραχιολάκια στο χέρι κι εκείνος γυρίζει και μου λέει «μη κοιτάς, μη» αποστρέφοντας το βλέμμα κι ας έχουν δει τα μάτια του ανείπωτες εικόνες, όσο στα δικά μου απροπόνητα μάτια συνωστίζονται στρατιές ολόκληρες από «μα γιατί;» και απαντήσεις δεν έχω γιατί εξισώσεις με μόνο άγνωστα x δεν λύνονται.
Κι έτσι περνάει ο καιρός, μέρα με τη μέρα στενεύω κι άλλο, λίγο περισσότερο, το ρούχο που φοράω για να μη φανώ αρτιμελής ανάμεσα σε διαμελισμένους. Με ανακουφίζει προσωρινά αυτό. Αλλά δεν απαλύνει τον πόνο των σακατεμένων.
Είναι μερικά βράδια, την ώρα που το σπίτι αρχίζει και παγώνει, που πίνω με αόρατες παρέες δίπλα. Οινοπνεύματα ακριβά, φτηνά, μπουκάλια με περίεργες ετικέτες, ποτήρια χαμηλά, ψηλά, καμιά σημασία δεν έχει. Μερικές φορές μιλάμε, άλλες όχι. Συνήθως κοιταζόμαστε βουβοί κι ας είμαστε ώρες ατέλειωτες, διόδια, αεροδρόμια ή θάλασσες μακριά. Ξέρει, όμως, ο καθένας τι σκέφτεται ο άλλος (κι ας ζούνε τόσο διαφορετικές ζωές) : πως εξισώσεις μόνο με άγνωστα x δεν λύνονται, άρα θα ψάξεις να βρεις τον τρόπο να δώσεις σε κάποια x σάρκα και οστά. Κι ο,τι αποτέλεσμα βγάλει. Αρκεί να λιγοστέψουν τα x και να περισσέψουν οι άνθρωποι.
Ανάμεσα σε κουραμπιέδες και μελομακάρονα και μια σειρά αρχαία λαμπιόνια που ξεψυχάνε ένα ένα, χρόνο με το χρόνο, σκέφτεσαι -μου λέω- κάτι ασυνάρτητα πράματα ώρες ώρες…..
Καλές Γιορτές, everyone
♫