Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα, οι κάτοικοι πολλών ορεινών και ημιορεινών περιοχών ζούσαν υπό καθεστώς σχετικής αυτονομίας, σε αντίθεση με τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων και των κατεχόμενων περιοχών. Στο τέλος του 1943 μάλιστα, η επικράτηση, κυρίως του ΕΛΑΣ σε μεγάλες περιοχές της ελληνικής υπαίθρου οδήγησε ουσιαστικά στη δημιουργία ενός νέου κράτους. Μπορούσε κάποιος να διασχίσει την Ελλάδα από τον βορρά στον νότο και από την ανατολή στη δύση ταξιδεύοντας σε σχετικά ασφαλείς και ελεύθερες περιοχές μόνο με την άδεια του ΕΑΜ όμως.
Ο αείμνηστος οικονομολόγος και ακαδημαϊκός Άγγελος Αγγελόπουλος (1904-1995) έγραφε: «Μάλιστα, από τις αρχές του καλοκαιριού του 1944, οι περιοχές που είχαν απελευθερωθεί ήσαν περισσότερες από εκείνες που βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο των Γερμανών…». Ο πληθυσμός των περιοχών αυτών ήταν 1.000.000 το 1943 ( SOE Καΐρου) και 2.500.000 το 1944 (Στέφανος Σαράφης).Στις 10 Μαρτίου 1944, στη Βίνιανη της Ευρυτανίας, όπου βρισκόταν η έδρα του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, αποφασίστηκε η συγκρότηση πολιτικής εξουσίας στις ελεύθερες περιοχές της Ελλάδας, της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθερώσεως, στην οποία συμμετείχαν και μη ΕΑΜικές προσωπικότητες (Ηλίας Τσιριμώκος, Ευριπίδης Μπακιρτζής, Κώστας Γαβριηλίδης και αργότερα Αλέξανδρος Σβώλος, Άγγελος Αγγελόπουλος, Πέτρος Κόκκαλης και άλλοι). Δημιουργήθηκε έτσι, εκτός από τη «δωσιλογική κυβέρνηση» της Αθήνας και την εξόριστη κυβέρνηση, μία τρίτη (!) κυβέρνηση, η λεγόμενη «Κυβέρνηση του βουνού». Ένα περίπου μήνα μετά τη δημιουργία της, η ΠΕΕΑ αποφάσισε να προχωρήσει σε μια πρωτόγνωρη, για κατεχόμενη χώρα, ενέργεια. Διοργάνωσε εκλογές (23 Απριλίου 1944), τόσο στην ελεύθερη Ελλάδα, όσο και στις περισσότερες κατεχόμενες πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη κ.ά.).
Αφού ήταν αδύνατο οι ψηφοφόροι να μεταβούν σε καθορισμένα σημεία, τα μέλη της ΕΠΟΝ μετέφεραν τις κάλπες από σπίτι σε σπίτι. Φυσικά, το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό, ωστόσο, η ψηφοφορία αυτή αποτελούσε μια σημαντική, συμβολικά και ψυχολογικά, ενέργεια.
Το Εθνικό Συμβούλιο συνήλθε μια φορά (14-27 Μαΐου 1944) στο χωριό Κορυσχάδες, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Καρπενήσι και αφού επικύρωσε την ιδρυτική πράξη της ΠΕΕΑ της 10ης/3/1944 πήρε αποφάσεις για το μέλλον και τις αρχές λειτουργίας της «Κυβέρνησης του βουνού». Το Υπουργικό Συμβούλιο που απαρτιζόταν από Γραμματείς, πέντε αρχικά και δέκα στη συνέχεια, συνεδρίαζε δύο φορές την εβδομάδα και έπαιρνε αποφάσεις για όλα τα ζητήματα, ψηφίζοντας τους απαραίτητους γι’ αυτό νόμους, τις λεγόμενες «πράξεις».
Μία από τις πράξεις, τις αποφάσεις της ΠΕΕΑ ήταν η κυκλοφορία των δικών της χαρτονομισμάτων, των εθνικών ομολόγων του απελευθερωτικού αγώνα. Αυτά ονομάστηκαν «αντάρτικα χαρτονομίσματα» και η αξία τους, κάτι που πρέπει ν’ αποτελεί παγκόσμια μοναδικότητα, δεν αναγραφόταν σε δραχμές, αλλά σε οκάδες σιταριού, το οποίο λόγω της μεγάλης ζήτησής του αποτελούσε σταθερή αξία. Όπως είχαμε αναφέρει και στο άρθρο μας για το κατοχικό δάνειο την προηγούμενη εβδομάδα, η (κατοχική) δραχμή, λόγω του ιλιγγιώδους πληθωρισμού, βρισκόταν σε διαρκή υποτίμηση. Είναι χαρακτηριστικό, για όσους δεν διάβασαν το άρθρο, ότι το 1944 μια εφημερίδα πωλούνταν το πρωί προς 6 δισεκατομμύρια δραχμές και το μεσημέρι έφτανε να πωλείται προς 14 δις δραχμές (!).
Χαρακτηριστικό για την αξία του σιταριού είναι αυτό που γράφει ο Υπολοχαγός Barnwell τον Απρίλιο του 1944: «Το χρήμα δεν είχε καμία αξία. Όλα αγοράζονται με σιτάρι». Ο Κώστας Κουβαράς της αποστολής OSS («Office of Strategic Services») διαπίστωνε ότι στις αρχές Μαΐου 1944 «στα χωριά (της Εύβοιας) οι άνθρωποι αρνιούνται να δεχτούν χαρτονόμισμα, γιατί πριν καλά-καλά φτάσει στα χέρια τους έχει κιόλας χάσει την προηγούμενη αξία που του είχε οριστεί στην Αθήνα». Στη Γορτυνία, την άνοιξη του 1944 οι δικαστικές Αρχές έβγαζαν αποφάσεις για πρόστιμα σε είδος και μόνο αν ο καταδικασμένος δεν είχε «είδος» προβλεπόταν η μετατροπή της ποινής σε χρηματική, με την πρόνοια ότι το δικαστήριο θα όριζε το χρηματικό αντίτιμο τη μέρα της πληρωμής.
Όσο για τις χρυσές λίρες, ο Κώστας Κουβαράς γράφει ότι ήταν μεγάλης αξίας για να ανταλλαχτούν στα χωριά. Το μόνο που αντιστοιχούσε στην αξία μιας λίρας ήταν ένα φόρτωμα σιτάρι («OSS- Με την Κεντρική του ΕΑΜ», σελ. 42-43). Στην τοποθέτησή του στο Εθνικό Συμβούλιο στις 25 Μαΐου 1944 ο Μήτσος Παρτσαλίδης πρότεινε τη νομική κατοχύρωση της πληρωμής σε είδος, των εργατών στην «ελεύθερη Ελλάδα» («Εθνικό Συμβούλιο. Περιληπτικά Πρακτικά εργασιών της πρώτης συνόδου του, Κορυσχάδες 14-27 Μάη 1944», σελ. 174-175). «Οι συναλλαγές πραγματοποιούνταν σε είδος και ο καθορισμός των αξιών γινόταν σε συνάρτηση με τη σπανιότητα των ειδών ή με τις προπολεμικές τιμές τους.
Τελικά, στις 23/8/1944 έθεσε σε κυκλοφορία μόνο τα ομόλογα των 5-25 και 100 οκάδων. Το ομόλογο των 500 οκάδων τυπώθηκε περίπου σε 100 τεμάχια μόνο, λόγω της μεγάλης αξίας που αντιπροσώπευε αυτή η ποσότητα σιταριού. Τα ομόλογα με αυτή την αξία που έχουν «διασωθεί» ως σήμερα, είναι εξαιρετικά σπάνια, έχουν την ένδειξη «ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟ» και βέβαια κυκλοφορούν ελάχιστα. O Γιάννης Σκαλιδάκης γράφει ότι δεν τυπώθηκαν τελικά τέτοια ομόλογα Το γεγονός της κυκλοφορίας ομολόγων από την ΠΕΕΑ ανακοινώθηκε σε όλες τις περιοχές της «Ελεύθερης Ελλάδας» με αναφορές και δημοσιεύματα στις τοπικές εφημερίδες. Η «Λαϊκή Αυτοδιοίκηση» στη Μακεδονία έγραψε: «Κυκλοφόρησαν αυτές τις ημέρες τα εθνικά ομόλογα του Απελευθερωτικού Αγώνα μας. Τα εθνικά μας ομόλογα θα πρέπει να πάρουν πλατιά λαϊκή έχταση στην κυκλοφορία τους, ευκολύνοντας ιδιαίτερα τις συναλλαγές του λαού μας… μέχρι την εμφάνιση του μεταπολεμικού νομίσματος…».
Η εκτύπωση και η μεταφορά των χαρτονομισμάτων είχε ανατεθεί σε ομάδα οργανωμένων μελών του ΕΑΜ με γνώση του αντικειμένου. Τον σχεδιασμό των ομολόγων ανέλαβε ομάδα καλλιτεχνών του ΕΑΜ, με επικεφαλής τον σπουδαίο γλύπτη Μέμο (Αγαμέμνονα) Μακρή (1913-1993). Η εμφάνισή τους ήταν εφάμιλλη με αυτή των κατοχικών χαρτονομισμάτων. Εκτυπώνονταν στο τυπογραφείο Παπαχρυσάνθου στην Αθήνα(όπου τυπώνονταν και κατοχικά χαρτονομίσματα), εν αγνοία του ιδιοκτήτη του. Οι πλάκες που χρησιμοποιούνταν καταστρέφονταν αμέσως μετά για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών. Το πρόβλημα που εντόπισε ο Μακρής αφορούσε τη μεταφορά των χαρτονομισμάτων.
Πώς γινόταν η πληρωμή με τα «αντάρτικα χαρτονομίσματα» – Πώς τα υποδέχτηκαν αγρότες και έμποροι;
Η Γραμματεία των Οικονομικών ήταν επιφορτισμένη να εφοδιάσει τις άλλες Γραμματείες και τις «μεγάλες μονάδες του Εθνικού Στρατού» με το ανάλογο ποσό ομολόγων. Η Αρχή που θα ενεργούσε την πληρωμή για κάθε προμήθεια έπρεπε να μετατρέψει την αξία του είδους της προμήθειας σε αντίστοιχη ποσότητα σιταριού «παίρνοντας υπόψη τη σχέση τιμών των δύο ειδών που είχαν τη μέρα της ενέργειας της προμήθειας κ.λπ. στην τοπική αγορά». Ο προμηθευτής όφειλε να δώσει απόδειξη για την ποσότητα και την ποιότητα των προϊόντων που προμήθευσε και τον αύξοντα αριθμό των ομολόγων κάθε κατηγορίας που πήρε. Όλα τα στοιχεία συγκεντρώνονταν κάθε 15 μέρες στη Γραμματεία Οικονομικών. Φαίνεται ότι δεν κυκλοφόρησαν πολλά ομόλογα. Οι αγρότες τα αποδέχτηκαν με σχετική ικανοποίηση, οι έμποροι όμως αρνούνταν να πουλήσουν στους αγρότες προϊόντα δεχόμενοι τα ομόλογα που αυτοί είχαν στα χέρια τους. Σύμφωνα με πίνακα που παραθέτει ο Γιάννης Σκαλιδάκης, κυκλοφόρησαν 106.665 ομόλογα των 5 οκάδων σιταριού, 24.615 ομόλογα των 25 οκάδων σιταριού και 8.163 ομόλογα των 100 οκάδων σιταριού.
Ο ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας δρ. Μάριος Κοκκώνης γράφει ότι μετά την αποχώρηση από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας των υπουργών που προέρχονταν από την ΠΕΕΑ και το Κ.Κ.Ε. και τα Δεκεμβριανά, δεν αναγνωρίστηκαν οι νόμοι (πράξεις) της Κυβέρνησης του βουνού και συνεπώς και αυτός που αφορούσε την εξόφληση των ομολόγων της ΠΕΕΑ από το Ελληνικό κράτος.
Ο διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Γιάννης Σκαλιδάκης γράφει:
«Ουσιαστικά, όπως είδαμε, τα ομόλογα λειτούργησαν ως μια επιπλέον φορολόγηση των παραγωγών, καθώς αυτοί δύσκολα μπορούσαν να αρνηθούν τη λήψη τους. Δεν έχουμε όμως επαρκείς μαρτυρίες για την εφαρμογή του συστήματος, ούτε για τη χρήση των ομολόγων ως μέσο πληρωμής. Υποθέτουμε ότι η αποδοχή τους από τρίτους, μετά τους αρχικούς παραλήπτες, δεν θα ήταν αυτονόητη. Στο ρευστό σκηνικό της παραμονής (χρονικά εννοεί) της απελευθέρωσης της χώρας και δεδομένης της ουσιαστικής αυτοδιάλυσης της ΠΕΕΑ μετά τον τελικό σχηματισμό της κυβέρνησης Εθνικής Ενώσεως (Ενότητας) υποθέτουμε ότι δεν υπήρχε η επαρκής εμπιστοσύνη στην εκδότρια αρχή για την ικανότητα αποζημίωσης των κατόχων των ομολόγων. Δεν αναφέρεται κάποια άνοδος της τιμής τους, άρα μάλλον η πιο τρέχουσα πρακτική πρέπει να ήταν η άρνηση αποδοχής τους».
Από όσα αναφέραμε, μέχρι περίπου τον Αύγουστο του 1944 γινόταν επίταξη προϊόντων από τους ελασίτες. Με αφορμή και τον τεράστιο πληθωρισμό, η ΠΕΕΑ αποφάσισε να εκδώσει χαρτονομίσματα που η αξία τους αναγραφόταν σε οκάδες σιταριού. Οι αγρότες, συχνά παρά τη θέλησή τους, δέχονταν τα χαρτονομίσματα αυτά και έδιναν τα προϊόντα τους στα μέλη του ΕΑΜ. Οι έμποροι όμως δεν τα δέχονταν, όταν πήγαιναν οι αγρότες να τους πληρώσουν με ομόλογα και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, μετά την απελευθέρωση, καθώς οι νόμοι της ΠΕΕΑ δεν αναγνωρίστηκαν, κάποιοι, άγνωστο πόσοι, να μείνουν με αρκετά χαρτονομίσματα στα χέρια, τα οποία δεν είχαν καμία απολύτως αξία και χωρίς προϊόντα, αφού τα είχαν δώσει με αντάλλαγμα τα συγκεκριμένα χαρτονομίσματα…Κάτι ανάλογο πήγε να γίνει και το 2015 με τα IOU των Τσίπρα-Βαρουφάκη-Καμμένου, αλλά ευτυχώς αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή...
Πηγές: Γιάννης Σκαλιδάκης, «Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ, Η εξουσία του ΕΑΜ στα χρόνια της Κατοχής (1943-1944)», Β’ ΕΚΔΟΣΗ, Εκδόσεις Ασίνη, 2015.
ΜΑΡΙΟΣ ΚΟΚΚΩΝΗΣ, «ΤΑ ΑΝΤΑΡΤΙΚΑ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ σε οκάδες σιτάρι και όχι σε δραχμές ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ 1944», Περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ, ΤΕΥΧΟΣ 672, ΙΟΥΝΙΟΣ 2024.
Πηγή: protothema.gr