Χωράνε τα πάντα και την ίδια στιγμή από μέσα τους, μπορείς ν’ανασύρεις κάθε λογής κουστούμι για να μασκαρέψεις τα αισθήματα της στιγμής. Όσα κάνεις μπορείς να τ’αποδώσεις στην απώλεια, το ίδιο κι αυτά που δεν κάνεις. Κυρίως αυτά.
Μπορείς κάλλιστα να μην ξαναγαπήσεις ποτέ, να μην δείξεις αδυναμία ξανά, να ισχυριστείς πως όλα σου τα αισθήματα βρίσκονται κι αυτά θαμμένα για να τυλίγουν ως σάββανο τον απωλεσθέντα. Και όλα αυτά θα τα κάνεις με το χριστεπώνυμο και εθισμένο στην ορθοδοξη χαρμολύπη πλήθος να σε θαυμάζει και να βαφτίζει την προσκόλληση στην απώλεια, μέτρο της αλήθειας όλων των αισθημάτων σου έκτοτε.
Έχω υπάρξει μέγας μάγιστρος στη διαχείριση της απώλειας. Μέχρι κι εκείνο το παπαγαλάκι που είχα για ένα φεγγάρι “κανιβάλισα” μόλις ψόφησε, όταν ενδύθηκα τελετουργικά το πτώμα του για να βυθιστώ την υπαρξιακή μου δυστυχία για καμια βδομάδα. Άλλοι το κάνουν για να προσελκύσουν τις “παρηγορήτρες” όμως όχι εγώ. Η κατάδυση στη μνήμη όσων έφυγαν ήταν πάντα ατομική μου υπόθεση, το δικό μου ναρκωτικό, το δικό μου τριπάκι για να απομονωθώ από το παρόν, ντάγκλα σωστή. Ήμουν τυχερός, ωστόσο γιατί όλες οι φιλίες και οι σημαντικές σχέσεις μου με τους ανθρώπους εκτυλίχθηκαν βασικώς γύρω από ένα τραπέζι που γέμιζε μόνο προσχηματικά για ν’ανατροφοδοτήσει συζητήσεις, για να παρατείνει συνομιλίες. Το “Κάτσε να φέρω κάτι ακόμα από το ψυγείο” στην πραγματικότητα σήμαινε “Να καθίσουμε να μιλήσουμε λίγο ακόμα”. Τα πιάτα που λένε ότι τα μαγείρευα καλά, δολώματα για το τραπέζι ήταν κι ας πίστευαν άλλα για τις προθέσεις μου αυτοί που τα έτρωγαν.
Όμως, μόλις ήρθαν οι απώλειες οι βαριές, αυτές των αγαπημένων συνομιλητών, όλα άλλαξαν. Δύσκολο να μετατρέψεις σε θεατρικό κουστούμι τη μνήμη αυτών που η φωνή τους ηχούσε ακόμα στ’αυτιά σου, αυτών που γέλαγες ακόμα μόνος με τ’αστεία τους, κάθε που τα θυμόσουν. Και είναι οι κατσαρόλες που δεν επέτρεψαν τη μετατροπή της απώλειας των σημαντικών σε μελόδραμα. Μου είναι αδύνατον να μαγειρέψω το οποιοδήποτε φαγητό χωρίς να δω ν’αναδύεται από τους αχνούς της κατσαρόλας το πρόσωπο για το οποίο το μαγείρευα, χωρίς να θυμηθώ μια χαρακτηριστική φράση που επαναλάμβανε, τον ήχο της φωνής του. Αυτός είναι και ο λόγος που μαγειρεύω χαμογελώντας. Στην κουζίνα μου, δεν εκτυλίσσονται δράματα, μόνο νοσταλγικές και ενίοτε ρομαντικές κομεντί. Απ’ όλα τα είδη του θεάτρου της απώλειας που έχω υπηρετήσει με πίστη ζηλωτή, αυτό της μαγειρικής μου κάνει σήμερα ως το υγιέστερο. Δεν είναι ότι σε συμφιλιώνει με την απώλεια των νεκρών είναι ότι σε οδηγεί αβίαστα στην παραδοχή ότι με τις απώλειες τους ζωντανούς θέλεις να βασανίσεις.
Σήμερα είναι Ψυχοσάββατο και είναι ένα Ψυχοσάββατο περίεργο, όπου στις ατομικές απώλειες προστίθεται και η μνήμη της μίας , της συλλογικής. Χαράματα Ψυχοσάββατου λοιπόν, βγήκα με τον καφέ στη βεράντα, ξυπόλητος αλλά τυλιγμένος με το παλτό μου. Μέχρι να σκάσει μύτη ο ήλιος στον Υμηττό και να παγώσουν εντελώς τα πόδια μου (είναι το προσωπικό μου χρονόμετρο αυτό) τους είχα θυμηθεί όλους και όλες. Έμεινα να σκέφτομαι αν θα φτιάξω κόλλυβα. Στις 7.00 η Ν μου έστειλε ένα SMS: “Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί τα κόλλυβα που τρώμε έξω δεν είναι ποτέ τόσο νόστιμα όσο αυτά που φτιάχνουμε εμείς για τους δικούς μας πεθαμένους;”
Μπορώ, πώς δεν μπορώ. Ο λόγος που τα κόλλυβα για τους πεθαμένους είναι κατά πολύ νοστιμότερα από αυτά των εστιατορίων είναι γιατί στα πρώτα, το στάρι δεν μουσκεύεται στο νερό αλλά στα δάκρυα.
Στο μικρό, ιδιωτικό μου θέατρο της απώλειας δεν ανεβαίνουν πια δράματα μόνο προβάλλονται νοσταλγικές κομεντί καθώς μαγειρεύω γαλοκτομπούρεκο, μουσακά, αρνάκι ψητό, ψάρι τηγανητό. Οπότε και ν’αποφάσιζα να φτιάξω κόλλυβα δεν θα μπορούσα. Μου έλειπε το βασικό υλικό. Άσε που πλέον, το έχω ρίξει στις φανουρόπιτες.
*Ερμής, Ευριδίκη, Ορφέας, γύρω στο 500 π.Χ Μουσείο Νάπολης.
Πηγή: aathinaios.wordpress.com