Σε ένα γλοιώδες προάστιο,
Στους ίδιους δρόμους όπου έπαιζα κι εγώ μικρός
στα ίδια πεζοδρόμια όπου η μάνα μου δεν μ' άφησε ποτέ
να κυλιστώ
"είναι βρώμικα, αγόρι μου, έχει μικρόβια".
Πίστευε πως αυτός ήταν ο κίνδυνος για την υγεία μου.
Μεγάλωσα γυαλάκιας και βουτυρόπαιδο: πήγαινα,
βλέπεις, σε ιδιωτικό και ο πατέρας μου μας είχε αφήσει
χρόνους. "Να τον πάει ο άντρας σε γυναίκα;"
έλεγε η κυρά Τούλα στην μάνα μου, "είναι αντρικές
δουλειές αυτές, να, προχθές πήγε και τον Τάκη μας, ίδια ηλικία είναι πάνω κάω, κι ο Γιωργάκης δεν έχει πατέρα,
αλλά έφτασε δεκατεσσάρων, μεγάλωσε πια κι ο Γιωργάκης, δεν παίζει και μπάλα, είναι και κάπως μη μου άπτου,
για' αυτό τον κοροϊδεύουνε ξέρες τα άλλα, τα κωλόπαιδα".
Η μάνα μου.
Εκεί μένει ακόμη κι αυτή και η κυρά Τούλα.
Πηγαίνω κάθε δεύτερη βδομάδα και τη βλέπω.
Λέω στον ταξιζτή
να μ' αφήσει πέντε δρόμους παραπάνω,
ανάβω τσιγάρο,
περπατώ τα εκατό μέτρα ως το σπίτι όπου μεγάλωσα.
Την βλέπω από απόσταση.
Κρέμεται πάντα η μισή από το παράθυρο με βλέμμα
λιγωμένο
κρέμεται και περιμένει να με δει να έρχομαι
δεν έχω ιδέα πόσην ώρα
ξέρει ότι θα φτάσω κάποια στιγμή το μεσημέρι
για φαγητό
φτιάχνει πίττες και λαχανοντολμάδες όλο το πρωί
("τα φαγητά που δε φτιάχνεις εσύ αγόρι μου" λέει),
ύστερα κρέμεται από το παράθυρο και περιμένει.
Είναι ογδόντα χρόνων πια. Και μόνη.
Τον έβλεπα τον Τάκη. Δεν μου φαινόταε και τόσο
περήφανός κάθε Κυριακή που τον πήγαινε
στην πουτάνα ο πατέρας του.
Την ώρα που επέστρεφάν τους πετύχαινα πάντα.
Που να ξέρε, κι αυτός κι η μάνα του κι ο πατέρας του.
Που πήγαινα και πόσους συναντούσα.
Σε τι πράξεις επιδιδόμουν, ο γυαλάκιας.
"Μη βγαίνεις νύχτα, αγόρι μου. Μη βγαίνεις τόσο
αργά. Που πας τα βράδυα, που πας μες στα μεσάνυχτα.
Είναι επικίνδυνη η νύχτα, δεν ξέρεις εσύ, είσαι μικρός".
Όχι, μαμά
Κουρασμένος είμαι.
Κατάκοπος.
Και κυρίως θέλω κι εγώ να τραγουδήσω
"σε σκοτώνω, σε σκοτώνω, σε σκοτώνω, σε σκοτώνω".
Τα παιδιά δεν χάνουν πότε τη σκληρότητα τους,
κι ας λένε.