Πολύ σύντομα, τσακώθηκα με δύο φίλους οικονομολόγους, για την πορεία της (μεταολυμπιακής) οικονομίας και τις επιδόσεις Αλογοσκούφη. Αυτοί, καλοπροαίρετα, διάβαζαν τα μαγειρεμένα greek statistics και θεωρούσαν οτι “γίνεται πολύ καλή δουλειά”. Εγώ πάλι, βλέποντας δίπλα μου τη διόγκωση της ΕΡΤ, αλλά και συνολικότερα του ευρύτερου δημοσίου, διαισθανόμουν οτι αντιθέτως, τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Η εγκατάλειψη και η υποβάθμιση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, που παρατηρούσα από πρώτο χέρι, μου επέτεινε την εντύπωση αυτή.
Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια, για να διαπιστωθεί πλήρως οτι η άσκηση της πολιτικής ισοδυναμούσε με έναν απίστευτο βερμπαλισμό και δημαγωγία, οτι η πολιτική για τις σύγχρονες γενιές πολιτικών, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, σήμαινε απλώς μια καλή εμφάνιση στο μπαλκόνι και στα τηλεοπτικά πάνελ, ενώ από πίσω έτρεχαν η διαφθορά και τα ρουσφέτια. Το ίδιο, με παραλλαγή ως προς τη ντουντούκα και την εξαλλοσύνη, ίσχυε και για την πλειονότητα των συνδικαλιστών του λαϊκισμού. Το πώς βίωσε η Ελλάδα τη διεθνή κρίση ήταν η απόδειξη.
(Ακόμα και σήμερα, η υποκρισία ξεπερνάει τα όρια: Ενας πρωθυπουργός που καταργεί το νόμο Ραγκούση για την ιθαγένεια των μεταναστών δεύτερης γενιάς, δεν διστάζει να καλέσει στο Μαξίμου τον μπασκετμπωλίστα που την έλαβε κατ’ εξαίρεση, για λόγους πολιτικού μάρκετινγκ και εθνικισμού.)
Όταν η φούσκα έσκασε και αποκαλύφθηκαν όλα όσα μας οδήγησαν μια ώρα αρχύτερα στα μνημόνια, διαφάνηκε οτι το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι οι βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις. Δυστυχώς, από τις “μεταρρυθμίσεις” της απόλυτης απραξίας της εποχής Καραμανλή, περάσαμε στις “μεταρρυθμίσεις” της σπασμωδικής και ανερμάτιστης αφαίρεσης κομματιών του δημόσιου τομέα.
Το να συζητιέται η αδρανοποίηση ολόκληρων τομέων του δημοσίου συμφέροντος, επειδή δεν υπήρξε ούτε μια σοβαρή προσπάθεια εξορθολογισμού (και αυτό να ονομάζεται “μεταρρύθμιση”), αποτελεί βαλκανικό ευφημισμό της χειρίστης κουτοπονηριάς. Το να κλείνει εκδικητικά η ΕΡΤ, λες και πρόκειται για την ΕΒΓΑ της γειτονιάς, σε κάποιο χωριό στην Καλαμάτα, στη δεκαετία του ’50, κερδίζει το βραβείο επαρχιώτικης στενομυαλιάς. Και το να καταφεύγει κανείς στην κατάργηση ενός θεσμού, όπως αυτός της δημοτικής αστυνομίας, που υπάρχει σε κάθε ευρωπαϊκή μεγάλη πόλη και με κόπους επιβλήθηκε τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, αποτελεί μνημείο προχειρότητας και ανικανότητας.
Όταν οποιοσδήποτε μιλάει σοβαρά για μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο τομέα, χωρίς να διαστρέφει τη γλώσσα, εννοεί οτι θα εφαρμοστούν διαφάνεια και αξιοκρατία στις προσλήψεις και στη λειτουργία. Οτι θα μηχανογραφηθούν πλήρως όλες οι υπηρεσίες, κόντρα στη διαφθορά που προσπαθεί να το αποτρέψει. Οτι θα αναζητηθούν κριτήρια, μέθοδοι και καινοτόμες ιδέες, ώστε να αξιολογηθούν και να λειτουργήσουν όλα καλύτερα για τον πολίτη και το κοινό καλό. Οτι θα καταπολεμηθούν νοοτροπίες, κακές συμπεριφορές, αμορφωσιά και λούφα. Όχι οτι θα κλείσουμε απλώς έναν χρήσιμο και ουσιαστικό τομέα εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος.
Όπως μεταρρύθμιση δεν είναι η διατήρηση συνδικαλιστικών κεκτημένων και ντροπιαστικών για τη νοημοσύνη επιδομάτων, έτσι δεν είναι και οι απολύσεις, χωρίς κανένα όφελος για τα δημοσιονομικά ή την εξυπηρέτηση του πολίτη. Όσο ακραία βλαπτικοί είναι όσοι προπηλακίζουν και τραμπουκίζουν, στο πλαίσιο μιας διαστροφής της συνδικαλιστικής λειτουργίας, άλλο τόσο καταστροφικοί είναι και αυτοί που αποφασίζουν να καλύψουν την απουσία εκσυγχρονισμού με δήθεν “τομές”, αποκλειστικά για λόγους εντυπωσιασμού ή στριμώγματος από την τρόϊκα.
Αυτοί που αγωνίζονται για να μην αλλάξει τίποτα είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος, αυτών που θεωρούν οτι θα πασαλείψουν μια “μεταρρύθμιση”, με την κατάργηση ενός δημόσιου τομέα, επειδή είναι απολύτως ανίκανοι και διεφθαρμένοι, ώστε να ακυρώσουν το πελατειακό κράτος και να κάνουν μια αναδιοργάνωση σε βάθος.
Ο εθισμός στις ακραίες λογικές του ενός, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τις ακρότητες του άλλου. Η άσκηση της πολιτικής δεν υπάρχει για να δίνει δήθεν λύσεις σε “γόρδιους δεσμούς”, που οφείλονται στη συσσωρευμένη έλλειψη πολιτικής βούλησης, εντιμότητας και ικανότητας. Ούτε μπορεί να αθωώνονται, σε έναν αέναο συμψηφισμό, οι λογικές του “πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι”, επειδή δήθεν “προσπαθήσαμε πολλές φορές, αλλά το τέλμα παραμένει” ή επειδή “όλοι έχουμε τις ευθύνες μας”. Η πικρή αλήθεια είναι οτι οι προσπάθειες ήταν στην καλύτερη περίπτωση για το φαίνεσθαι - και στην χειρότερη, απλώς γελοιότητες. Και μια κυβέρνηση υπάρχει για να δίνει βιώσιμες λύσεις, όχι για να επικαλείται τον “νοσηρό συνδικαλισμό που την εμποδίζει”. Αν δεν μπορεί να πράξει το σωστό, ας πάει σπίτι της.
Αν δεν το αντιληφθεί αυτό η ελληνική κοινωνία, τότε θα διανύσει πολλά ακόμα χρόνια ύφεσης και μνημονίων. Όχι γιατί “μας έχουν βάλει στο στόχαστρο”, αλλά γιατί αδυνατεί να επιβάλει το δέον στην εφαρμογή της πολιτικής. Γιατί δεν ζητάει τη πραγματική οργάνωση και δουλειά - είτε γιατί βολεύεται χωρίς αυτήν, είτε γιατί βαυκαλίζεται οτι θα ξορκίσει το κακό με κινήσεις εντυπωσιασμού, κάτω από ασφυκτικές πιέσεις. Το αίτημα για σοβαρή δουλειά σε βάθος, παραμένει. Πόσοι το έχουν αντιληφθεί;