Στη σημερινή Ελλάδα, η μεταχείριση του νεκρού δεν είναι υπόθεση της οικογένειας και των αγαπημένων του. Είναι δουλειά της συντεχνίας του θανάτου. Πρόκειται για μια περίεργη, αν όχι ανίερη συμμαχία, στην οποία συμμετέχουν πρόθυμα από την Εκκλησία και τους δήμους μέχρι τα ποικίλα γραφεία τελετών. Για τη συντεχνία του θανάτου ο μακαρίτης έχει μόνο μία επιλογή: την ταφή. Η αποτέφρωση, νομικά εφικτή από το 2010, πρακτικά δεν υφίσταται. Αν για κάποιο λόγο, φιλοσοφικό, οικολογικό, ή –τέλος πάντων– επειδή έτσι του άρεσε, ο μακαρίτης έχει αφήσει στους δικούς του ως τελευταία επιθυμία να τον αποτεφρώσουν, εκείνοι θα πρέπει να συλλέξουν από 3.000 έως 6.000 ευρώ και να τον στείλουν στα αποτεφρωτήρια της Σόφιας, στη γειτονική Βουλγαρία. Αν οι δικοί του δεν διαθέτουν τόσα χρήματα (υπάρχουν πλέον αρκετά παραδείγματα), τελικά τον θάβουν, παρά τη βούληση που είχε –εν ζωή– εκφράσει.
Η συντεχνία του θανάτου προφανώς και δεν συγκινείται από τέτοια ζητήματα. Εν τέλει, η γενική αδιαφορία απέναντι σε αυτή την κατάσταση δεν υποδεικνύει τίποτε άλλο παρά μια βαθιά και εδραιωμένη αντίληψη: η διαφορετικότητα, ακόμη και μετά τον θάνατο, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Οταν, μάλιστα, προσκρούει και σε κατεστημένα οικονομικά μικροσυμφέροντα, τότε γίνεται αντικείμενο χυδαίας εκμετάλλευσης. Και καταρρακώνει την αξιοπρέπεια των ζωντανών, οι οποίοι μένουν πίσω φέροντας ως βάρος στη συνείδηση την αδυναμία τους να εκπληρώσουν έστω και αυτή τη στοιχειώδη τελευταία επιθυμία ενός δικού τους ανθρώπου.