Ξεκίνησα να επιστρέψω σπίτι μου κι έφτασα σ’ έναν απίστευτο εφιάλτη. Μέσα στο λεωφορείο κοιμόμασταν όλοι, όμως ξυπνήσαμε μόλις μπήκαμε στο Κολόμπο, σε μια πόλη που είχε τρελαθεί. Είδα ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα να καίγονται και κόσμο να βγαίνει από τα κτίρια τυλιγμένος στις φλόγες. Στους δρόμους καίγονταν λεωφορεία κι αυτοκίνητα, κάποια με επιβάτες μέσα. Συμμορίες τριγυρνούσαν ουρλιάζοντας και δέρνοντας, αναποδογυρίζοντας αυτοκίνητα και βάζοντάς τους φωτιά. Άλλοι έτρεχαν να σωθούν. Το πλήθος έριχνε μολότοφ στα αυτοκίνητα, σταματούσε όλα τα λεωφορεία, κατέβαζε κάτω τους επιβάτες, τους χτυπούσε και τους σκότωνε. Ο οδηγός σταμάτησε ξαφνικά, μας κατέβασε όλους κάτω κι εξαφανίστηκε. Δεν ξέραμε πού βρισκόμασταν.
Προσπάθησα να βρω το σπίτι μου. Κάθε δρόμος έμοιαζε ξένος. Η φρίκη δεν σταματούσε. Φωτιές, συμμορίες, ξύλο, φόνοι. Ήμουν εξαντλημένη και το μυαλό μου δεν συνειδητοποιούσε τι έβλεπε. Τίποτα δεν ήταν ξεκάθαρο: ούτε ποιος σκότωνε ποιον ούτε γιατί. Ούτε πού υπήρχε ένα ασφαλές καταφύγιο ούτε πώς να το βρω ούτε πώς να απαντήσω σε κάποιον που θα μου μιλούσε.
Περπάτησα για ώρες. Κουράστηκα πολύ και τα μπαγκάζια που κουβαλούσα έμοιαζαν να γίνονται όλο και πιο βαριά. Σε κάποια στιγμή, σταμάτησα κι άφησα την τσάντα μου στο πεζοδρόμιο. Λίγο αργότερα, σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου με το μαντήλι και το άφησα σε κάποιον φράχτη. Πήρα τη βαλίτσα και το καρπούζι και συνέχισα, και κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου σκεφτόμουν ότι θα έρθω μια άλλη μέρα να πάρω την τσάντα μου - πραγματικά περίμενα ότι θα με περιμένει εκεί που την άφησα. Δύσκολο να σκεφτείς ρεαλιστικά όταν όλα γύρω σου είναι παράλογα. Άφησα την ταυτότητά μου, τα χρήματά μου, το δίπλωμα οδήγησης, τις τραπεζικές κάρτες, τα φάρμακά μου, ενώ συνέχισα να κουβαλάω αυτό το άβολο καρπούζι. Κάποια στιγμή αργότερα ένιωσα ότι η βαλίτσα έγινε ασήκωτη, την άφησα κι αυτή. Το καρπούζι όμως δεν το άφηνα με τίποτα. Μέχρι σήμερα, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Άφησα όλα τα πράγματά μου και κουβάλησα αυτό το καρπούζι, όλη τη νύχτα, μέσα στο χάος και τον τρόμο, μέχρι που έφτασα σπίτι.
Ξέρεις, πάντα είχα τη φήμη υπεύθυνου κι οργανωμένου ανθρώπου. Κι όμως εκείνη τη νύχτα άφησα τα πράγματά μου στο δρόμο και κουβάλησα σπίτι ένα βαρύ καρπούζι, μέσα στις χειρότερες ταραχές που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ακόμα αναρωτιέμαι γι’ αυτό, στη θέληση που είχα να φτάσω σπίτι, περπατώντας μέσ' στην κόλαση, και κουβαλώντας ένα καρπούζι. Έτσι επιβιώνει κανείς.
Πέρασαν χρόνια από τότε. Η Σρι Λάνκα έκτοτε έζησε κι άλλες ταραχές, σήμερα δείχνει να έχει ηρεμήσει (;). Η C. Nordstrom ξαναμίλησε πολλές φορές με τη φίλη της και θυμήθηκαν εκείνη τη νύχτα. Σε μια πρόσφατη πλέον κουβέντα τους, η γυναίκα παρατήρησε:
Ξέρεις, μοιάζει παράλογο να αφήσει κανείς ό,τι πιο απαραίτητο στον δρόμο. Αν το σκεφτείς όμως, δεν είναι εξίσου παράλογο να σκοτώνει κανείς ανθρώπους για την ταυτότητά τους: Ταμίλ, Σινχάλα, Βουδιστές, Ινδουϊστές, Μουσουλμάνοι; Η τσάντα μου ήταν γεμάτη από «ταυτότητα»: το δίπλωμά μου, η αστυνομική μου ταυτότητα, οι άδειές μου, τα δικαιολογητικά μου. Πρόσφατα όμως το σκέφτηκα: όλα εκείνα τα χαρτιά ήταν δικαιολογητικά φόνου. Άφησα τα γυαλιά και τα κλειδιά μου• ίσως δεν ήθελα να βλέπω αυτό που συνέβαινε, και το κλειδί ήταν μόνο μια ψευδαίσθηση ασφάλειας εκείνη τη νύχτα που το πλήθος έσπαγε παράθυρα κι έμπαινε στα σπίτια. Τη βαλίτσα μου; Ήταν βαριά, κι όταν παίζεται στα ζάρια η ζωή σου, τα παπούτσια και τα όμορφα σάρι δε σημαίνουν τίποτα. Νομίζω όμως ότι υπάρχει και κάτι ακόμα: παντού τριγύρω μου ο κόσμος έκλεβε από τους τραυματίες και τους σκοτωμένους, από τα έρημα σπίτια και τα μαγαζιά που καίγονταν. Τι είμαστε εμείς οι άνθρωποι, που σκοτώνουμε για μια τηλεόραση ή ένα στολίδι; Η βαλίτσα μου ήταν γεμάτη από τέτοια στολίδια, έγινε ασήκωτη κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα άφησα όλα πίσω μου. Όμως εκείνο το καρπούζι... Ήταν βαρύ και ούτε που μπορώ να φανταστώ πώς θα φαινόμουν, μια ηλικιωμένη γυναίκα να περπατά μέσα στις φωτιές και στα ερείπια με ένα καρπούζι στην αγκαλιά της. Ήταν όμως κάτι αγνό, χωρίς βία. Ένα δώρο για την οικογένειά μου που δεν κόστισε τη ζωή κανενός. Κάτι που έμοιαζε να αντιπροσωπεύει τη λογική και την αλληλοβοήθεια σ’ έναν κόσμο που τρελάθηκε. Το καρπούζι κλείνει το μέλλον μέσα του, στα σπόρια του. Να, ίσως αυτό προσπαθούσα να κάνω.
Μέσα στον ζόφο και την τρέλα, τα φρούτα έχουν τη δύναμη να σε βοηθήσουν. Μπορούν να σου εξηγήσουν ότι δεν είσαι εσύ ο τρελός, ότι όλοι οι άλλοι έχουν τρελαθεί εκτός από εσένα. Δε θα σε προδώσουν ποτέ, λένε πάντα την αλήθεια.