Μετά πρέπει να κρύβεις την κοιλιά σου, μη δουν οι στερημένοι άνθρωποι πως την έχεις κάνει ταράτσα. Καλοπέραση και ευωχία. Κάθε σάρκα που απόλαυσες, του άλλου η λευκή νύχτα. Κάθε απογείωση για άλλο τόπο, του άλλου το ρουτινιάρικο, μίζερο πηγαινέλα. Κάθε γάργαρο γέλιου, του άλλου η παγωμένη κατήφεια. Κάθε κατόρθωμα, του άλλου η καθήλωση στα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Ναι; Όχι. Στατικότητα. Λιμνάζοντα ύδατα. Βούρκο. Θα σε κάνει να βουρκώσεις αργά ή γρήγορα. Και τα δάκρυα; Κι αυτά τελικά ποταμάκι που θα σε πάρει παρακάτω σα χάρτινο καραβάκι. Ο άλλος δε βλέπει χαρτί. Ατσάλι ίσως.
Και μόνο η ψυχαναλυτική σχεδία μετά πάει κόντρα στο χρόνο. Μεγάλωσες τόσο που βλέπεις αυτή τη γυναίκα απο ψηλά. Και με λεφτά στην τσέπη. Και κάθησες και στέκεται ακόμη. Και ντρέπεσαι που έχεις και δεν έχει. Που έζησες και δεν έζησε. Που χόρτασες κι έμεινε νηστική. Αν κάνεις πως την κερνάς τυρόπιτα θα σου δαγκώσει το χέρι. Πρέπει να πεις: εγώ, εγώ σου χρωστάω για να το δεχτεί. Κι αλληλεγγύη μόνο σ΄αυτούς που μας βλέπουν από το ίδιο ύψος. Σ΄αυτούς που καταλαβαίνουν πως ο εργάτης δεν είναι κανενός περιουσία, ούτε του αφεντικού, ούτε του κόμματος. Ο εργάτης είναι μια θεία σου που δούλευε παλιά σε τυροπιτάδικο και μετά λαντζιέρισα και μετά καμαριέρα και μετά βοηθός μάγειρα και κάθε δουλειά του ποδαριού, όρθια, πάντα όρθια. Και μετά τρίψε-τρίψε, καθάρισε κι άλλη πατάτα, κι άλλη πατάτα να φάνε τριακόσιοι, θα σακατέψει και μέση και πόδια και χέρια. Και δισκοκήλη και φλεβίτιδα και τενοντίδες. Και δε μπορείς πια να την κεράσεις μια τυρόπιτα γιατί θα σε δαγκώσει. Και δεν είναι ένα σκυλί να του χαϊδέψεις έστω το κεφάλι. Εδώ είμαστε.