Δεν τολμώ να πω ότι με έβαλε κάτω ο φόβος για το αύριο. Είμαι απασχολημένος με τις καθημερινές φοβίες. Κοντόφθαλμος, θα πεις. Μπορεί. Σαν να ταΐζεις ψίχουλα το κτήνος, για να το δεις να θεριεύει και να γίνεται από κουτάβι κοτζάμ Κράκεν. Αλλά ακόμη χωράει στο σπίτι. Στριμωχτήκαμε οι υπόλοιποι εκεί μέσα, παίρνουμε μερικές ανάσες λιγότερες για να μην τελειώσει γρήγορα ο αέρας, δεν κάνουμε πολλή φασαρία για να μη θέλει κι άλλο τάισμα, μα τα ντουβάρια αντέχουν. Ακούω, διαβάζω και βλέπω πως άλλα πέσαν, παίρνοντας από κάτω κι όσους ήταν μέσα. Κάποιοι θα βγουν και θα ψάξουν ένα πρόχειρο παράπηγμα, ένα αντίσκηνο μέσα σ’ ένα χωράφι μαζί με χιλιάδες άλλους, κάποιοι δεν θ’ αντέξουν.
Αλλά δεν φοβάμαι. Αναταράξεις είναι, σκέφτομαι, θα βγούμε κάποια στιγμή απ’ τον καιρό και όλα θα στρώσουν. Μπορεί να μη μας σερβίρουν ούτε μια στάλα νερό κι ας στέγνωσε το μέσα μας, μπορεί να είμαστε άβολα καθισμένοι και δεμένοι χωρίς να σβήνει το λαμπάκι πάνω απ’ τα κεφάλια μας, μπορεί κάποιοι να σταυροκοπιούνται και να λένε προσευχές τριγύρω μου, άλλοι να προσπαθούν να ψευτοκαθαρίσουν το λεκέ απ’ το χυμένο καφέ στα μπατζάκια τους, αλλά πετάμε ακόμη. Δεν γίνονται έτσι εύκολα, απ τη μια στιγμή στην άλλη, όλα συντρίμμια.
Είναι μόνο μερικές φορές που βλέπω στον ύπνο μου πως είμαι κλεισμένος μέσα σ’ ένα ντενεκεδένιο αεροπλανάκι, στα χέρια ενός πιτσιρικά. Πέντε, έξη, οκτώ χρονών, το πολύ. Που τρέχει με μένα μαζί, σ’ ένα χωματόδρομο δίχως τέλος. Και κάποια στιγμή θα με πετάξει για να δει μέχρι πού θα φτάσω.
Τότε φοβάμαι. Και γράφω.
Καθόμουν στη θέση 17C. Άμα βρεις σκόρπιες, σακατεμένες λέξεις, μετά από χρόνια, μερικές μπορεί να ‘ναι και δικές μου.
♯