Μέχρι πέρυσι, ακόμη και τις μέρες που έβραζε ο τόπος, συνήθιζε να λέει -ακόμη στο γραφείο, περασμένες πέντε και έξη και εφτά πολλές φορές- «δεν φεύγει η θάλασσα, εκεί θα είναι κι αύριο». Μέσα σε λίγους μήνες έμαθε πως ακόμη κι αν αυτή δεν φεύγει, φεύγεις εσύ. Και πως το αύριο είναι μια έννοια σχετική, που ούτε στα δάχτυλα την παίζεις, ούτε την ορίζεις, ούτε κολλητή σου θα γίνει ποτέ. Ώμο να σου δώσει να γείρεις αποκλείεται. Έτσι είναι τα αύριο. Σ’ αφήνουν έτσι, στα καλά του καθουμένου για να πάνε να ζήσουν αλλού. Πουλώντας ωραίο, βολικό παραμύθι και ξεσπιτώνοντας το σήμερα.
Την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, χαράχτηκε πάνω στο χάρτινο δέρμα του ένα λειψό χαμόγελο. Τόση ομορφιά, τόσο κοντά, τόσα χρόνια. Μπορεί να μην είχε ούτε χνούδι στο κεφάλι του, μα μεγάλες, μακριές, ωραίες τούφες -κι ας λέγαν οι άλλοι, οι ανίδεοι, πως δεν ήταν τίποτε άλλο από ξέφτια- πέφταν μπρος στα μάτια του και κρύβαν μια τον ήλιο, μια τον ορίζοντα, μια τα όλο και πιο αχνά κύματα. Αυτά που ερχόταν από τόσο μακριά και σβήναν πάνω σε λίγες σπιθαμές άμμο, τρία μέτρα μακριά απ΄τα πόδια του. Σήμερα, τώρα. Όχι αύριο.
..