Σκέφτομαι τις μέρες που ξεκινούσαμε με τρία, τέσσερα χιλιάρικα στην τσέπη, μπορεί και λιγότερα. Περπατούσαμε ως το -κατά φαντασία- ξενοδοχείο με το γυναικείο όνομα, βίλα τάδε, Νικολέτα, Κατερίνα, Αλεξάνδρα, κάποια τέτοιας ράτσας πάντως, ξεκλειδώναμε τα δωμάτια με τα σουηδικά φτηνοέπιπλα, αφήναμε το σάκκο στη ντουλάπα, πετάγαμε τα ρούχα μας στην μια και μοναδική καρέκλα και ως σπονδή στις μέρες που θ’ ακολουθούσαν πηδιόμασταν χωρίς καθυστέρηση πάνω σε σεντόνια κρύα, που μύριζαν ΟΜΟ, ντουλαπίλα και υγρασία. Εδώ είναι βοράς, ακόμη κι ο Ιούλιος ανέκαθεν αργούσε να ‘ρθει. Κάποιες χρονιές δεν ήρθε καθόλου, μα δεν του κράτησα μούτρα όταν ξανασυναντηθήκαμε.
Χρόνο με το χρόνο όσο πιο ακριβά γινόταν τα έπιπλα, όσο πιο φαρδιά η ντουλάπα, όσο η καρέκλα γινόταν πολυθρόνα, τόσο οι σπονδές μας χλώμιαζαν. Μέχρι που κανείς θεός δεν καταδέχτηκε να ασχοληθεί με τα παλιά καλοκαίρια μας που θέλαμε ντε και καλά ν’ αναστήσουμε κι επιτέλους καταλάβαμε, χωρίς αδιέξοδες πικρίες, πως ο,τι ήταν να πάρει από μας το πήρε. Και σταματήσαμε να ψάχνουμε βωμούς να μας φιλοξενήσουν.
Δεν τα είπα αυτά στους απέναντι την ώρα που πέρναγα, με ανοιχτό παράθυρο, από δίπλα τους. Πρέπει να είσαι πολύ κακόψυχος για να θες να καταστρέφεις τα παραμύθια των άλλων, από την πρώτη κιόλας σελίδα.
♫