Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>ρόγχος

the roots web banners 06

ρόγχος
24.07.2013 | 15:12

ρόγχος

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

Γράφει ο kapakapamoiris

Είναι τυράννια ο τρόπος που ξεψυχάει ο Ιούλιος, εδώ και χρόνια. Σαν χτες, καλή ώρα, που έδειχνε 31. Στο ρολόι. Ημερολόγιο δεν ζει στο σπίτι.

Με τριαντατέσσερις βαθμούς έξω, όπου κι αν έσταζε ο ιδρώτας μου τον άκουγα να εξατμίζεται σε δευτερόλεπτα, τον άκουγα καθαρά. Σαν ρόγχο. Όχι τελευταίο όμως, γιατί δεν τελειώνει εύκολα ο ιδρώτας. Ούτε κι ο Ιούλιος. Ώσπου να βγει η ψυχή του, φαγώνεται να πάρει και τη δική μας μαζί. Το σώμα του Μάνου δεν του ‘φτασε.

Παλιά θυμάμαι ήταν ωραίος -με τον τρόπο του- αυτός ο μήνας. Παλιομοδίτης, κύριος, σένιος, ένα Citroen SM με δερμάτινα καθίσματα, παιδί της βόλτας. Τώρα όλο βιάζεται, σαν ρολερκόστερ είναι. Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις κι όλο ανεβαίνεις, κρατώντας σφιχτά το χέρι του γιατί ξέρεις πως όταν το στομάχι σου ανέβει στον οισοφάγο και το πάρεις αγκαλιά για να το παρηγορήσεις και να του ψιθυρίσεις «μη φοβάσαι, μη λιγοψυχήσεις, μη χυθείς έξω τώρα», θα βουτάς με φόρα προς τον Αύγουστο. Όπισθεν δεν έχει. Ούτε φρένο, πας κατευθείαν δεκαπενταύγουστο και τέλος.

Περάσαμε απ’ τη Θεσσαλονίκη, πήραμε τη Μαρία. Την ειδοποίησε η δικιά μου, είπε «σε μια ώρα είμαι έτοιμη». Με τη Λένα βλεπόταν δυο-τρεις φορές το χρόνο, ξέχασα από πότε είχα να τη δω, καιρό πολύ πάντως. Ήταν ακόμη όμορφη, της πήγαιναν τα μαύρα. Της το είπα, «μη το πεις αυτό του αλλουνού και φρικάρει» γέλασε. Έριχνα κλεφτά ματιές πίσω, μέσα απ’ τον καθρέφτη. Μετά ξεθάρρεψα και γύριζα το κεφάλι, όσο μπορούσα πιο -τάχα μου- αδιάφορα. Τα πόδια της -ωραία, γεμάτα, αληθινά μπούτια- γυάλιζαν. Το ίδιο και τα μάτια μου, μα είχα προνοήσει να τα κρύψω καλά. Μια δυο φορές με συνέλαβα στη διαδρομή να σκαρώνω (από μέσα μου) σαχλά στιχάκια με ζ-άρα, μαξμ-άρα και τα σχετικά ομοιοκατάληκτα αλλά μετάνιωσα αμέσως, «σε κηδεία πας τομάρι» μου το ξέκοψα.

Από την ώρα που παρκάραμε απέναντι απ’ το σπίτι με το αόρατο κηδειόχαρτο -γύρισα από την άλλη πλευρά να μη δω το όνομα, θαρρείς και θα ξόρκιζα αυτό που με περίμενε πάνω- περασμένες δέκα τη νύχτα, κάπνισα ατέλειωτα τσιγάρα στο μπαλκόνι μα στιγμή δεν αποχωρίστηκα τα μαύρα μου γυαλιά. Όπως τότε, στον πλάτανο, εικοσιτόσα χρόνια πριν. Σπουδαία ανθρώπινη ανακάλυψη, σε κάνει αόρατο. Δεν μ’ ένοιαξε πόσο αστείος φαινόμουνα, δεν έβλεπα κανέναν και δεν με έβλεπε κανείς, άλλωστε. Όταν δεν σε κοιτάνε μέσα στα μάτια και δεν κοιτάς μέσα σε μάτια, δεν υπάρχεις. Η ευγένεια, διάβασα κάπου, απαιτεί να κοιτάς κάποιον κατάματα στην πρώτη σας συνάντηση. Για την τελευταία δεν θυμάμαι να πήρε κάτι το μάτι μου. Ευτυχώς δεν διαβάζω πολύ.

Ντρέπομαι αλλά στιγμή δεν βούρκωσα για το Μάνο. Για κείνη που δεν της ταίριαζε ο ρόλος της χήρας ναι, παρά λίγο. Για τα πεθαμένα μας καλοκαίρια μάλλον. Για τα τρία κορίτσια με τα μικρά μαύρα μαγιώ και τα χείλια τους που μύριζαν κάμελ λάιτς, λιπγκλος cherry και πράσινη ελιά μέσα στο διπλό μαρτίνι. Για το δέρμα τους που όταν το ξαλμύριζαν το ντύναν με Charlie και Ysatis, για να μας καταπιεί μετά ζωντανούς πάνω σε σεντόνια νοικιασμένων δωμάτιων. Τώρα η μυρωδιά ήταν αγνώριστη. Ζέστη ανάκατη με θυμίαμα, λιβάνια, κεριά, φτηνά λουλούδια τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο και ιδρωτίλα που ξεχείλιζε από μαύρες συνθετικές μπλούζες και άσχημα πουκάμισα, χυμένα έξω από παντελόνια που πρόλαβαν να γίνουν γουμίδια.

Ξημέρωσε. Μισή ντουζίνα βεντάλιες των δυο ευρώ απ’ τα κινέζικα κάναν ασταμάτητα αέρα. Ήταν τόσο πηχτός που τον κόβαν σε μικρά μικρά κομμάτια. Ελπίζω να βρισκόταν κάποιος να τα μαζέψει από το πάτωμα όταν θα φεύγαμε για την εκκλησία, θα ΄ταν ντροπή ν’ αφήσουμε τόση ακαταστασία ξοπίσω. Στις εντεκάμιση ήρθε ο παπάς. Περασμένες μιάμιση έπεσε η πρώτη σταγόνα κρασί πάνω στο σάβανο. Τέλος.

Στην επιστροφή, μετά που αφήσαμε τη Μαρία στο σπίτι της, ανταλλάξαμε πέντε κουβέντες όλες κι όλες.

 

«Μήπως έπρεπε να μείνω απόψε; να ‘ρχόμουν με το ΚΤΕΛ αύριο» 

 

«Ξέρω γω…μάλλον»

 

«Το παιδί  σκέφτομαι. Εκείνη θ’ αντέξει»

 

«Μαζί θ’ αντέξουν»

 

Το «crazy for you» έπαιξε πάνω από δέκα φορές. Αντίδοτο. Crazy for loving you. Γινάτι, ανακατεμένο με φόβο. Εγώ θα μείνω ζωντανός ρε πούστη χάρε, δεν θα τους αφήσω μόνους. Εγώ και ο Neil Halstead.

Κοντά μεσάνυχτα μπήκαμε σ΄ένα σπίτι που έβραζε. Άδειο. Τα δικά μας παιδιά ήταν έξω, η ζωή γι αυτά συνεχιζόταν χωρίς αναταράξεις και «τον αγαπημένο μας, ετών 52». Πέταξα πουκάμισο και παντελόνι πάνω σε μια καρέκλα,  στην κουζίνα. Έπλυνα -έτσι λένε να κάνεις σαν γυρνάς στο σπίτι από κηδεία- χέρια, πρόσωπο, δεν είχα κουράγιο να μπω και για μπάνιο. Κοιτάχθηκα στον καθρέφτη, τρόμαξα μ’ αυτό που είδα. Ήταν λάθος μεγάλο να βγάλω τα γυαλιά.

Άνοιξα το ψυγείο για να βρω μια μπίρα, έπεσα πάνω στο τάπερ με τα προχτεσινά γεμιστά. Έχασε η μπίρα. Πήρα ένα στο χέρι, γέμισα ρύζια το πάτωμα, ήθελα να τα γλείψω μα αντιστάθηκα. Έβαλα το on some faraway beach  να παίζει, χαμηλά..

Given the chance…

Εκείνη τη νύχτα πολλά ξεκαθάρισαν μέσα μου. Ακόμη κι αν είχε σκοπό να με γαμήσει ωραία ο Αύγουστος, θα του ‘λεγα την αλήθεια. «Εγώ ψυχή παράδωσα στον προηγούμενο, για σένα μόνο λίγα ψιλά περίσσεψαν. Άμα θες βολέψου μ΄ αυτά, άμα  θες φύγε».

Αποκοτιά. Βλακεία μου. Ελπίζω να μην είναι Σάϋλωκ και να μείνει.

Για λίγο, έστω.

 

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το