Χαίρομαι που η επιστροφή μου στις Κυκλάδες έγινε στην Αμοργό. Εκεί, παρατηρώντας οικείες εικόνες με άλλο μάτι πια, έκλεισα κύκλους. Στο νησί είναι όλα κακοτράχαλα και ήρεμα μαζί. Τοπία ανεμοδαρμένα, γυμνά και φιλόξενα ταυτόχρονα. Σε δέρνει ο άνεμος, μπορεί κι όλη τη μέρα, κι είναι σα να σε γυμνώνει κι εσένα με ένα τρόπο λυτρωτικό. Η αλήθεια είναι πολύ μακριά από το θορυβώδες lifestyle της ανάλωσης και της κατανάλωσης. Η αλήθεια είναι μέσα στη λιτότητα της πέτρας, του ήλιου και του «απέραντου γαλάζιου». Κι εκεί, ανάμεσα στα τζιτζίκια και τα γκαρίσματα των γαϊδάρων, ακούς τις σκέψεις σου πιο δυνατά, συνειδητοποιείς πως οι πραγματικές σου ανάγκες είναι πιο λίγες απ’ ό,τι νόμιζες. Κι είσαι ευγνώμων στην Αμοργό και στους ανθρώπους της.
Οι Αμοργιανοί κερνούν παντού ψημένη ρακή, σου δείχνουν μονοπάτια (το νησί προσφέρεται για πεζοπορία), σου λένε τα προβλήματά τους με τα κατσίκια και την κτηνοτροφία. Πολλοί από αυτούς έχουν γαϊδούρια, όχι για τουριστική χρήση, αλλά για να σκαρφαλώνουν στα άσπρα τους χωριά. Στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής (το μεγαλύτερο του νησιού) ανοίγουν φιλόξενα την αγκαλιά τους. Ως τάματα στην Αγία, οι ντόπιοι προσφέρουν ζώα, πατάτες, κρασί και πολλή προσωπική εργασία για την προετοιμασία του πανηγυριού. Μαγειρεύουν για αρκετές χιλιάδες άτομα(ακόμα και ψωμί υπέροχο ζυμώνουν) και στρώνουν τεράστια τραπέζια όπου σερβίρουν νοστιμότατο φαγητό και κρασί, δωρεάν και σε απεριόριστες ποσότητες. Καθίσαμε στο τραπέζι απέναντι από δυο οικογένειες ντόπιων. Μας μιλούσαν ζεστά και με φροντίδα οικοδεσπότη: «δεν έχετε δοκιμάσει αυτό τον μεζέ με ξινομυζήθρα και σιτάρι; Να φέρουμε μια μερίδα.» Φεύγοντας μας χαιρέτησαν με χαμόγελο, ευχές και χειραψίες.
Μείναμε να χαζεύουμε τα πολύχρωμα παιδιά από τα κάμπινγκ να καταβροχθίζουν πεινασμένα τη μια μερίδα πατατάτο πίσω από την άλλη. Κρυφοχαμογελούσαμε όχι μ’ αυτό που βλέπαμε, αλλά μ’ αυτό που θυμόμασταν. Ο άνθρωπος που κάθε τόσο τους έφερνε φαγητό και φροντίδα, είχε το ίδιο κρυφό χαμόγελο. Το ίδιο που είχαμε και κάθε φορά που μας έκαναν ωτοστόπ κι έμπαιναν στο αυτοκίνητο ιδρωμένα απ’ την άγρια ταλαιπωρία, ή την άγρια ελευθερία τους. Προτίμησαν την πέτρα της Αμοργού από τα κλαμπ της Μυκόνου, τη τζαζ και τις αυτοσχέδιες μαντινάδες των Αμοργιανών ( «Τα μακαρόνια πού’ φαγα, όλα θα τα ενώσω, να φτιάξω σιδηρόδρομο, να ρθώ να σ ’ανταμώσω» ) , από το ατέρμονο μπητ και τα χιτ του συρμού. Ποιος ξέρει; Ίσως κι αυτά μετά τα σαράντα τους να επιστρέψουν στο νησί και να κερνάνε ή να μεταφέρουν με το αμάξι τους κάποιους άλλους εικοσάρηδες χαμογελώντας κρυφά. Οι κύκλοι της ζωής…