♪
Μου αρέσει να διαβάζω ωραίες ιστορίες για καλοκαίρια και διακοπές στο χωριό, όλα αυτά που δεν έζησα δηλαδή. Για νερά, πλατάνια, ρυάκια, κατσίκια στους δρόμους -και γελάδια, ενδεχομένως-, παππούδες καρτ ποστάλ, μπακάλικα με δέκα πράματα στα ράφια αλλά τα Χάροντς μια δεν πιάνουν μπροστά τους, στο υπογράφω. Διαβάζω και οι άκρες των χειλιών μου ανηφορίζουν μια στάλα -εντάξει, θυμάμαι ότι αυτό ανέκαθεν το λέγαμε χαμόγελο, αλλά κάποτε ήταν λιγότερο τσιγγούνικη αυτή η ανηφόρα, κόντευε να φτάσει στ’ αυτιά σου-. Γι αυτό κάνω βόλτες μέσα στις ιστορίες ανθρώπων που ζήσαν εκεί που εγώ δεν πήγα ποτέ. Μπας και κάποια στιγμή διασταυρωθούν οι δρόμοι μας και συναντηθούμε σε μιαν αναπάντεχη γειτονιά, ας είναι και με την πιο απλή γραμματοσειρά του κόσμου, με φακούς ή με καρπούζια φαναράκια. Με χιλιογδαρμένα γόνατα ή πάνω σε ποδήλατα με φουρφουράκια. Για να πάμε να πιούμε παρέα νερό, με κολλημένο το στόμα μας στη βρύση μέχρι να μπλαβιάσουμε. Χωρίς ανάσα. Να δεις μετά πόσο γαλαντόμα κι ατέλειωτη θα γίνει εκείνη η ανηφόρα.
♫