Ίδρωσε σαν αντίκρισε τέσσερις θήκες χωρίς αριθμό πάνω τους. Θα’ πρεπε να το ‘χει προβλέψει όμως, πόσο ανθεκτικό μπορεί να είναι ένα κομμάτι σελοτέιπ μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν; Κιτρίνισε, ξεράθηκε, ξεκόλλησε, έπεσε. Ακόμη και στα ράφια έχει φθινόπωρο, τι νόμιζες;
Aπό τότε βάλθηκε να ανοίγει μια μια τις τέσσερις θήκες, να απλώνει την άμμο και τα πετραδάκια πάνω σε ένα κομμάτι καθαρό, λευκό, ύφασμα και να περνάει ώρες ατέλειωτες προσπαθώντας να συνταιριάξει αυτό που έβλεπε, άγγιζε και μύριζε, με τους αριθμούς που αποχωρίστηκαν τα συσκευασμένα καλοκαίρια τους.
1986
1989
1993
1998
Ούτε η μύτη, ούτε τα δάχτυλα, ούτε τα μάτια του στάθηκαν στο ύψος τους, κάποια στιγμή βαρυγκόμησαν, λιγοψύχησαν, παραδόθηκαν.
Έστησε αυτί, μήπως και ακούσει κάποια φωνή γνώριμη, ένα γέλιο, ένα τραγουδάκι, που κάτι θα του θύμιζαν, για να βγάλει άκρη με το παζλ. Βουβαμάρα.
Στο τέλος άρχισε να τρώει έναν έναν τους κόκκους (για αρχή) και μετά προχώρησε στα πετραδάκια. Χωρίς νερό, για να μην αλλοιωθεί η μνήμη του.
Τη μέρα που πήγε με άσχημους πόνους στο γιατρό κι εκείνος του είπε «θυμήσου τι έφαγες την τελευταία βδομάδα», είχε μια παρόρμηση να του πει «πρώτα το 1998, μετά το 1989, ύστερα το 1986 και για επιδόρπιο το 1993» αλλά σιώπησε. Με τους γιατρούς δεν κάνεις αστεία. Αλλά ούτε και με τα παλιά καλοκαίρια. Τρόπο να σ’ εκδικηθούν, αν μπερδέψεις το ένα με άλλο, πάντα βρίσκουν.
♫