Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες>>Μακροβούτια

the roots web banners 06

Μακροβούτια
30.08.2013 | 10:22

Μακροβούτια

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Ιστορίες

Από το gasireublogspot.gr

Μπατάρει η εποχή, μπατάρει άσχημα. Σε παίρνουν τα καράβια κιβωτοί, σε φέρνουνε, σε πάνε. Τσακίζει η ψυχή στο φευγιό. Φωνάζει μέσα σου, κουφάλα ζωή, δες με, σαλπάρω.  Άνοιξα το παράθυρο στην θέα της θάλασσας. Σκοτεινή νύχτα, χωρίς φεγγάρι κι η χλιαρή αύρα έμπασε στο δωμάτιο, γαλάζια μνήμη ανακατεμένη με τη μυρωδιά χιώτικου γιασεμιού, που θέριευε στη γωνιά, δίπλα στην υπαίθρια κρήνη. Άρχισε να αλλάζει τη θέση των επίπλων στο ενοικιαζόμενο, με μανία. Εδώ το κομοδίνο, οριζόντια το κρεβάτι. Έπειτα λιποθύμησε από την κούραση πάνω στο παλιό στρώμα. Γυρίζοντας με τις ζεστές τυρόπιτες στο χέρι, νωρίς το πρωί, παρατήρησα ότι μέσα στο διπλανό μαντρότοιχο, κάποια από τα μνήματα ήταν ανοιχτά.
Δεν κοιμήθηκα καλά, μου είπε, στριφογύριζα, είδα ότι περνούσαν πάνω απ’ τα σεντόνια μου άνθρωποι, κόσμος πολύς, τα γέμιζαν με άμμο. Τους ρώτησα αναστατωμένη γιατί. Εδώ είναι ο δρόμος μας, απάντησαν και χάθηκαν μέσα  στον τοίχο.
Δεν ήξερε ακόμα ότι δίπλα, μεσοτοιχία και στη μεριά της ακριβώς, ήταν το νεκροταφείο του χωριού.
 
Καθίσαμε κατάκοποι, σε μια ταβέρνα, στην άκρη του νησιού. Το διπλανό τραπέζι ήταν γεμάτο άδεια καραφάκια ούζο. Ο μουστακαλής ιδιοκτήτης, ήδη μεθυσμένος, άρχισε να μιλάει έντονα στο μοναχικό παραθεριστή. Ιδιόρρυθμο, σαν ξέμπαρκο οδηγό λεωφορείου.
-Είσαι ασφαλίτης, έτσι, το βρήκα;
-Μα πως σου πέρασε απ’ το μυαλό αυτό; Όχι βέβαια, είμαι δικαστικός κλητήρας.
-Είδες που το πέτυχα με τη μία;
 
Ο συνταξιούχος Ιάπωνας ταξιτζής, σκαρφαλωμένος στα βράχια του νησιού, έκανε κοντά τρεις μήνες διακοπές. Στρεφόταν προς τη δύση κάθε απόγευμα, για την τελετουργία του χαιρετισμού στον ήλιο. Ζέσταινε νερό για πράσινο τσάι, με δύο μεταλλικές αντιστάσεις σε μορφή ράβδου, στο πίσω μέρος του καφενείου, ευλαβικά, το βράδυ στις επτά. Πολλοί επιστημονίσκοι είχαν βγάλει το συμπέρασμα ότι κάνει κάποιου είδους ηλεκτρόλυση. Τσάι έβραζε ο άνθρωπος. Τσάι.
Η σκηνή του ήταν περιτριγυρισμένη από χαρτόκουτα και μεγάλες πέτρες. Δε μιλούσε σχεδόν σε κανέναν. Έτσι περνούσε τα καλοκαίρια, στην άλλη άκρη της γης, στην χώρα ενός διαφορετικού ήλιου. Μόνο, που και που, απαντούσε σε ερωτήσεις ευγενικών πλην αδιάκριτων κοριτσιών.
-Τι έχετε μέσα στα κουτιά; (Τόλμησε να ρωτήσει μια νιόφερτη).
-Τα πράγματα μου.
-Και τι πράγματα είναι αυτά;
-Αυτό είναι το μυστικό μου.
 
Ο εξάδελφος αλώνιζε πάνω κάτω την παραλία, έβγαζε το μαγιό όταν βουτούσε και μετά το ξανάβαζε στην ακτή. Μας ντρεπόταν. Η δικαιολογία του ήταν, ότι δεν κάνει να λιάζονται τ’ αρχίδια, γενικώς, όχι μόνο τα δικά του. Κάθε μεσημέρι άρχιζε τη γκρίνια.
-Δεν έχει γκόμενες της προκοπής. Όλο δήθεν εναλλακτικές. Άντε να ρίξω λίγο τον πήχη, λιγάκι ακόμα.
-Τη βλέπεις αυτή την αλαφροΐσκιωτη με τα χαϊμαλιά, το κόκκινο κραγιόν; E, σε κοίταζε.
-Αυτή που νομίζει ότι βρίσκεται σε τελετή παγανιστών;
-Άσε, γράψε άκυρο, φεύγει, τώρα που πήγα να κατουρήσω είδα που έφτιαχνε το σακίδιο της.
-Φεύγει; Ρε συ, πόσο ακόμα θα κατεβάσω τον πήχη, πόσο;
 
Ο γερασμένος γιατρός, κυλιόταν στην άμμο. Το ζαρωμένο του κορμί εκλιπαρούσε λίγη προσοχή. Όμορφα αγόρια, γραμμωμένα, μαυρισμένα, ολόγυμνα, έπαιζαν μπάλα παραδίπλα.
Κράταγε μια μπουρού, που έβγαζε ένα βραχνό, μελαγχολικό βουητό. Την πασπάτευε με τα χείλια και φύσαγε, με τον ενδεδειγμένο τρόπο (βεντουζωτά), όπως έλεγε, κάθε λίγο. Περίμενε σιωπηλά, στο πόστο του, σαν γκόμενα που ντρέπεται, ποιος ξέρει τι, απέναντι σε αυτό το ποτάμι ερωτισμού, που σάρωνε το οπτικό του πεδίο. Το μάτι που ασελγεί ερήμην στο αντικείμενο του πόθου. Αν τύχει, αν ήταν να βρέξει λίγο τα χείλη του, να ξεδιψάσει. Είναι σκληρό, αβάσταχτο, να γερνάς διψασμένος.
 
 
Τη στρίμωξε κόντρα στην ξερολιθιά του υπαίθριου καφενείου. Φαινόταν ζαλισμένος. Όλοι ήμασταν. Έπαιζε δυνατά μαύρη μουσική. Επιλογές του ντιτζέρη. Λαντζέρης το πρωί, Dj τη νύχτα. Το στόμα κολλημένο στο λαιμό. Το χέρι είχε χωθεί κάτω απ’ το φόρεμα. Θα ορκιζόμουν ότι της είχε σκίσει το εσώρουχο. Φόρα παρτίδα κι εμείς γελούσαμε. Το κορίτσι με μισόκλειστα μάτια, βαριανάσαινε. Tρεμόπαιζε στην αγκαλιά του. Όταν κατέβασε την τιράντα από τον ώμο και φάνηκε το στήθος της, μας κόπηκε το γέλιο. Αργότερα τρεκλίζοντας στην ανηφόρα, είδα τη σκιά της να κουνιέται μανιασμένα πάνω του, σε κάτι σκαλιά στον περίβολο της Φανερωμένης. Μεγάλη η χάρη της. 
 
Η ζέστη μαλακώνει τα σώματα, τα πλάθει στο λιοπύρι με τ’ αλμυρά της χέρια. Κάνει τα μάτια επιεική. Φιλήδονα. Τα στόματα ξερά, απεγνωσμένα, να πιούν, να φιληθούν. Κακόμοιρο σώμα, κάνεις σαν χήρα του εξήντα που λιώνει μεσ’ τα μαύρα από καύλα. Ξέρεις δεν γράφω ποτέ για ανθρώπους που δεν συμπαθώ. Για άνοστα ανθρωπάκια που παριστάνουν τους αξιοπρεπείς. Υπάρχει τόση όμορφη ασχήμια, τόση διαβολεμένη ομορφιά, τόση αγιότητα εκεί έξω. Γλυκά ναυάγια σκουριάζουν στον βυθό, ενώ τα τρώνε σιγά, σιγά οι στρειδώνες. Αρκεί να βουτήξεις με τη μάσκα στα βαθιά. Αρκεί να ξέρεις να κρατάς την αναπνοή μακροβούτι στο σκοτάδι.
 
Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το