Κάθησε δίπλα του και καλημερίστηκαν μάλλον τυπικά, εκείνη κατέβασε το καθρεφτάκι και κοίταξε αν το κραγιόν της ήταν αρκετά υπάκουο. Κι εκείνος κοίταξε λοξά, διακριτικά, όσο μπορούσε. Ωραία χείλια, γεμάτα, κρεατένια, χείλια-παγίδα, αν έπεφτες μέσα τους δύσκολα ξανάβγαινες μα δεν είχες και λόγο να βγεις, σκέφτηκε ανακουφισμένος με μια τόσο θετική σκέψη. Ξαναμακάρισε τον τυχερό που τα εξερευνούσε. Λέξη δεν της έπαιρνες, μα αποκλείεται το σπίτι να έμενε άδειο κάθε βράδυ. Όταν εκείνη είπε «χάλια είναι τα χείλια μου, μάλλον φταίει ο καιρός που άλλαξε» δεν απάντησε, αφηρημένος, χαμένος και βαθιά χωμένος μέσα τους. Ούτε όταν τον ρώτησε «τι έκανες τελικά με τα συντάξιμα; το ξανάψαξες;» την άκουσε, απάντησε όμως στην ερώτηση -δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει πως ερώτηση ήταν- με ένα «όχι» και σταμάτησε στο τρίτο -ήδη- κόκκινο φανάρι της Δευτέρας, μέσα σε λιγότερο από μισό χιλιόμετρο. Στις ζέστες, τότε που τα παντελόνια μένουν μουτρωμένα από την εγκατάλειψη στις κρεμάστρες τους, το κόκκινο ήταν ο σύμμαχός του. Ο καλύτερος φίλος του. Συνωμοτούσε, θαρρείς, με τα μάτια του για να τα χορτάσει με ωραίο δέρμα και γυαλιστερά πόδια -που αν ο παράδεισος έβγαινε σε κρέμα σώματος, έτσι και καλυτερα θα μύριζαν – πρωινιάτικα. Τώρα τίποτε περισσότερο από μια παραπανίσια καθυστέρηση, αχρείαστη, ανώφελη, εκνευριστική.
Άναψε το πράσινο. Τον ρώτησε αν πήρε την Παρασκευή τις αιματολογικές του, «τις πήρα» είπε, «και; με το τσιγκέλι θα στα βγάζω;», «τα γνωστά, λίγο πάνω, λίγο κάτω, μεγαλώσαμε και δεν βγαίνουν πάντα ακέραιες οι πράξεις». Tα γαμημένα τα μαθηματικά των γκρι και αποψιλωμένων κρανίων. Πουθενά δεν τα διδάσκουν αυτά, μόνο ολοκληρώματα, συναρτήσεις, αξιώματα, θεωρήματα πληρότητας και πραγματικά κλειστά πεδία. Παιδεία σου λέει μετά. Τυφλά τα στέλνουν τα άμοιρα αγόρια στους λαβύρινθους όπου δεν τα περιμένει μόνο ένας Μινώταυρος. Και η μυθολογία για τα μπάζα.
Περνώντας το τελευταίο φανάρι ενδιαφέρθηκε -πολύ χλιαρά, είναι αλήθεια- να μάθει αν ξεμπέρδεψε με τα χαρτιά του ΙΚΑ, του είπε «μέσα στη βδομάδα μάλλον, μου λείπει ένα». «Μακάρι να κάνεις χρόνια να το βρεις» σκέφτηκε από μέσα του αλλά η γλώσσα του βιάστηκε να δείξει ποιος είναι το αφεντικό στο σπίτι, «εντάξει, πες ότι τέλειωσες κιόλας». Εδώ και χρόνια μυαλό και γλώσσα ήταν μαλωμένα, όσες προσπάθειες κι αν έκανε να τα μονιάσει στάθηκαν μάταιες. Ο πιο αποτυχημένος διαπραγματευτής όλων των εποχών. Αν μοιράζαν βραβεία γι αυτό, δικά του όλα, πρώτα, δεύτερα, τρίτα, τιμητικά, όλα.
Στη μεγάλη ευθεία με τα πλατάνια, βουνό τα φύλλα δεξιά κι αριστερά και παντού, σα να είχε η άσφαλτος ηπατίτιδα και ιλαρά μαζί. Ακούμπησε το κεφάλι της στο τζάμι αλλά δεν την άκουσε να λέει «όμορφα είναι εδώ» γιατί εκείνος είχε ήδη βάλει όπισθεν -χωρίς την παραμικρή τύψη- προς τον Ιούλιο και τους καθαρούς από φύλλα δρόμους, τα γυμνά γόνατα, τα αφηρημένα κουμπιά στα πουκάμισα, μακριά από ΑΜΚΑ, κοινόχρηστα, πρωτογενή πλεονάσματα, ένσημα, ουρίες και τριγλυκερίδια.
♪