Μπήκαμε στο κλειστό σπίτι. Εκεί ζήτημα να είπα πενήντα λέξεις, αν τις έβαζες τη μια πάνω στην άλλη ίσα που έβλεπες την αράχνη στη γωνιά της κουζίνας. Το μόνο ζωντανό κει μέσα. Όταν την σκότωσα με δάγκωσαν οι τύψεις, αυτή σίγουρα θα ‘λεγε -αν της μίλαγες- κάτι περισσότερο απ΄όσα κατόρθωσα να βγάλω απ’ το στόμα μου εγώ επί δυο μέρες.
Τα ίδια στην επιστροφή. Όταν χτύπαγε το κινητό, ξεμπέρδευα με ένα «δεν μπορώ τώρα, θα καλέσω όταν τελειώσω» και οι συνεπιβάτες σταυροκοπιόντουσαν για την ακατάσχετη φλυαρία μου. Εφτά λέξεις. Το πλαφόν μισής μέρας, μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα. Για να μη φοβηθούν με την τόση μου πολυλογία, σε μισή ώρα το έκλεισα. Το ραδιόφωνο πάλι μουγκό. Τα σιντί στη θήκη τους, παραπονεμένα, μα μ’ έμαθαν. Ξέρουν ότι οι παλιοί έρωτες έχουν άσχημο τέλος. Ξέρουν τι τομάρι είμαι σαν νιώσω ότι εγώ κι αυτά δεν έχουμε πια πολλά να πούμε όταν οι μέρες των οργασμών τελειώσουν.
Την ώρα που πάρκαρα και ξεφόρτωνα, με ρώτησαν αν θέλω βοήθεια για να τα πάρουμε όλα χωρίς να ξανακατεβαίνω δεύτερη φορά. Το κεφάλι μου τους είπε να φύγουν πάνω. Μερικές φορές είμαι πολύ περήφανος για την ευγλωττία του αυχένα μου. Για τη μουγκαμάρα μέσα μου, που θέριεψε χωρίς να το πάρω χαμπάρι, δεν ξέρω..
♪