Την έφερνα πού και πού στον νου μου, περισσότερο γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί είχα συμπεριφερθεί έτσι, οπότε δεν έβρισκα τον λόγο για να της τηλεφωνήσω.
Ήμουν και τόσο απασχολημένος με τα ζόρια μου όλο αυτόν τον καιρό, που την ξεχνούσα γρήγορα κάθε φορά.
Ευτυχώς, πήρε εκείνη κάποια στιγμή κι έτσι βρεθήκαμε και λύθηκε η παρεξήγηση.
Μιλούσα και αυτή άκουγε, και εφόσον ούτε πίνει, δηλαδή κουτσοπιπιλάει ένα ποτήρι κρασί επί ώρες, ούτε καπνίζει, μιλούσα εγώ ασταμάτητα. Κι έτσι όπως είμαι πολύ αναλυτικός σε σχέση με τα συναισθήματά μου, σε αντίθεση με τις τεχνικές λεπτομέρειες των παθών μου, την ένιωσα για λίγο να πηγαίνει να κλάψει, αλλά το συγκράτησε τελικά.
Στο ίδιο μπαρ είχα πάει τις προάλλες και με την Αγνή και την Αναστασία. Φαίνεται μ' αρέσει αυτό το μπαρ. Έχει έναν ωσάν Ευρώπη αέρα, διακριτικό φωτισμό, ανύπαρκτη μουσική και λίγο κόσμο για να σε ενοχλεί.
Η Αγνή, που γνωριζόμαστε από το '72 περίπου, είναι κάτι σαν υπεύθυνη ασθενείας, με περιθάλπει δηλαδή και στα πρακτικά και στα συναισθηματικά και ήταν πάντα δίπλα μου στις κάθε λογής θεραπείες που έκανα. Αυτή κι η Ελενιώ, η μεσαία μου αδελφή που με πήρε επ' ώμου και ανέχτηκε τις ιδιοτροπίες μου.
Η Αναστασία δεν είναι τόσο παλιά φίλη, μ' αγαπάει όμως πολύ, κι όσο κι αν με ξάφνιασε, ήρθε κι αυτή στο Έσσεν να μου συμπαρασταθεί και όντως έκανε πολύ καλά που ήρθε.
Φάγαμε σε ένα βιετναμέζικο, όπου όλες οι γεύσεις ήταν καινούργιες και έσκασε η Αγνή απ' το κακό της που δεν την πήρα μαζί μου και την άφησα με την Ελενιώ στο ξενοδοχείο. Τελικά, η Αγνή κι η Αναστασία γίναν φίλες κι έτσι βρέθηκα μαζί τους στο ίδιο μπαρ που πήγα και με την Ελευθερία.
Το οποίο μπαρ, σημειωτέον, έχει δίπλα του ένα καλό εστιατόριο, οπότε τα έχεις δύο σε ένα. Και εύκολο πάρκινγκ. Να, μάλλον, γιατί μου αρέσει εκεί.
Έτσι όπως χαζολογούσαμε, είδα στο διπλανό τραπέζι τον Σταύρο με τη γυναίκα του και το γιο τους. Σηκώθηκα να τους χαιρετίσω γιατί χάρηκα που τους είδα, κυρίως τον Σταύρο που είναι από τους αστούς που σέβομαι.
Δε με κατάλαβε στην αρχή, είχε και λιγοστό φως.
Όταν είχε μάθει για τον καρκίνο μου, μου 'χε στείλει ένα μήνυμα στο fb, κάτι σε σχέση με τη μοίρα.
Με κοίταξε σαστισμένος και αφού χάθηκε για κανένα λεπτό, έλαμψε το πρόσωπό του. Με αγκάλιασε και με φίλησε, πράγμα που δε νομίζω να κάνει συχνά. Χάρηκε πολύ που με είδε καλά, μου είπε στο τέλος.
Χθες βράδυ, έπεσα πάνω στην Ανθή, παλιά μου συμμαθήτρια από το γυμνάσιο που όμως είχαμε αραιά και πού επαφή από τότε, σε άλλο μπαρ πιο μέσα στην πόλη, ανάμεσα σε πολυκατοικίες, φαγάδικα και πράσινους κάδους σκουπιδιών.
Μόλις είχα βγει από το θέατρο που είχα να πάω πολλά χρόνια και ήμουν ακόμη θολωμένος από τις πολλές σκέψεις που μου είχε επιβάλλει η παράσταση.
Η Ανθή, αφού αλαφιάστηκε μόλις με είδε, σηκώθηκε, με αγκάλιασε σφιχτά με όλο της το σώμα και άρχισε να με φιλάει ξανά και ξανά στο πρόσωπο, λέγοντάς μου πόσο μ' αγαπάει και πόσο ηλίθιος είμαι που απομονώνομαι και χάνομαι.
Δίκιο έχει, αλλά έλα που δε χορταίνω φαίνεται την αγωνία, τον φόβο, τη θλίψη και τη μοναξιά.
Προτού φτάσω στο μπαρ που συνάντησα την Ανθή, πέτυχα τον Χρυσόστομο, τον αδελφό του γαμπρού μου, τον Αλέξη, που είχα να τον δω καιρό και μου φάνηκε ότι μεγάλωσε, τον Σάκη που γράφει για το θέατρο και ευτυχώς μου εξήγησε πέντε πράγματα σχετικά με την παράσταση και με έβγαλε από την αμηχανία.
Κι αυτοί όλοι χάρηκαν πολύ που με είδαν. Αγκαλιές που δεν είχαν γίνει τόσα χρόνια, στοργικά χάδια, πρόσωπα γελαστά, λαμπερά, γιατί με βλέπαν μπροστά τους, καλά.
Ο Γιώργος που πέρασα μια μέρα από το στούντιό του, το είπε και με λέξεις:
«Ακόμα ζεις, ρε μαλάκα;».
Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός και έμπαινα σε κάποιον μπακάλη ή χασάπη ή στο καθαριστήριο με τη μαμά μου, που με ρωτούσαν τι ομάδα είμαι και πάντα ντρεπόμουν επειδή δεν ήμουν καμιά ομάδα. Χαζογελούσα και 'γω τότε και έλεγα «εεεεε, δεν είμαι ομάδα» και έτσι τέλειωνε γρήγορα η προσπάθεια του μαγαζάτορα για επικοινωνία. Μεγαλώνοντας, άρχισα να λέω ότι είμαι ΠΑΟΚ, για να μη φαίνομαι σνομπ.
Κι επειδή το «ακόμα ζεις, ρε μαλάκα;» το ακούω συχνά τελευταία, έβγαλα και 'γω μια ατάκα που την τσαμπουνάω, όχι γιατί την πιστεύω στ' αλήθεια, μα για να συνεχιστεί η συζήτηση. Οπότε, απαντάω χαριτολογώντας, «ρε, όλους θα σας θάψω».
Ο Οδυσσέας, πριν από καμιά δεκαριά μέρες, μου 'δωσε μια δουλειά και στο τέλος παραπάνω λεφτά απ' αυτά που του ζήτησα, η Όλγα μου πλήρωσε χωρίς λόγο τα ποτά, ενώ ήδη μου είχε κάνει δώρο ένα εισιτήριο για το θέατρο.
Η Κατερίνα με βγάζει κάθε τόσο και κάθε φορά με κάνει να αισθάνομαι πόσο σημαντικός της είμαι και πόσο με εκτιμάει, ο Γιώργος με ψάχνει συνέχεια για τάβλι ή για να ψαρέψουμε καβούρια με δόλωμα κοτόπουλο, η Ήγη προτιμάει τα τσιπουράκια, μ' αυτήν έχουμε και κοινές αγωνίες, η Δάφνη μου στέλνει πού και πού sms αγάπης, που στη Δάφνη πιστεύω κάθε της λέξη, η Andrea προσπαθεί να με κάνει να ξαναπιάσω το ραδιόφωνο που είχα αρχίσει στο Βερολίνο, η Φάνια με ψάχνει στο Skype και όλο της κρύβομαι και θυμώνει.
Η Μαρία, που ταρακουνήθηκε απ' την αρρώστια μου και ήταν πάντα δίπλα μου και που αλλάζει σιγά-σιγά τη δική της τη ζωή, ο Παναγιώτης που με φιλοξένησε για ένα ολόκληρο φεγγάρι στο σπίτι του έξω από την πόλη, αμέσως μετά την εγχείρηση, τότε που δεν είχα ακόμη σπίτι μιας και το είχα αφήσει φεύγοντας για το Βερολίνο και που είχα ανάγκη για ησυχία, οξυγόνο και επαφή με τη γη.
Ο Λαλάκος που, όταν κατέρρευσα, ήταν εκεί με τα δυο μέτρα του και τα εκατονπόσα κιλά του για να αναλάβει με μαθηματικό τρόπο οργανωτικά και πρακτικά ζητήματα μαζί με την Ελενιώ και την Αγνή.
Ο Ορέστης, που μου έφτιαχνε αρύ τραχανά όταν έκανα τις ακτινοβολίες και είχε καεί ο οισοφάγος μου, έτσι που δεν μπορούσα να καταπιώ και που καθόταν δίπλα μου μέχρι να τον φάω όλο, πιέζοντάς με σα να 'μουνα μικρό παιδί.
Κι η Πηνελόπη, η μεγάλη μου αδελφή, που είχε έρθει πριν από τον Ορέστη, όταν ακόμη κατάπινα κάπως πιο εύκολα και μου ‘φτιαχνε σούπες πιο γκουρμέ, που τις είχε αντιγράψει από την Ελίνα που ήταν εκεί μια βδομάδα πριν απ' αυτήν.
Κι η άλλη η Μαρία, που τη λέω ξαδέλφη μου ενώ δεν είναι, και παίζαμε μπιρίμπα μετά την εγχείριση, όποτε δηλαδή είχα όρεξη ή δεν έβλεπα κάποιο επεισόδιο από το Breaking Bad.
Ο Γιώργος που κόμπλαρε τόσο πολύ που αρχικά εξαφανίστηκε, κι ο άλλος ο Γιώργος από το Βερολίνο που συνεχώς στέλνει μηνύματα και ρωτάει τι κάνω και ο Μίλτος που μου λέει να μείνω στο σπίτι του αν πάω από κει, η Πάττυ που θέλει να πάμε για καφέ, κι η Carola, κι ο Matthias που μου θυμίζουν συνέχεια μέσω fb πόσο δυνατό με θεωρούν, η Νίκη και η Μελίνα που με κοιτούν κι οι δυο με τρυφερά μάτια σα ζαρκάδια, και ο Ingo και ο Μήτσος, και ο Νάκης, και ο Κώστας που μου δάνεισε λεφτά, κι ο Δημήτρης που όλο μου βγάζει δουλίτσες για να με απασχολεί, κι η Λεώνη που κρατιέται για να μη με παίρνει πιο συχνά στο τηλέφωνο και με πρήζει, κι ο άλλος ο Νίκος που ήρθε να με παραλάβει από το αεροδρόμιο, και η Φανούλα που με φρόντισε στο νησί σα να 'μουν ο τιμώμενος προσκεκλημένος και η Μαριλού που μου ορμάει όποτε με βλέπει και η Ζαμπίνε που απ' την αρχή μου είπε να μείνω σπίτι της αν και ξέρω πόσο την πληγώνω και ο Πέτρος που ο σπουδαίος αδελφός του με χειρούργησε στη Γερμανία και με νοιάστηκε σα συγγενή του.
Τα ανίψια μου, τα ξαδέλφια μου, οι φίλοι των παιδιών μου και τα παιδιά των φίλων μου.
Σίγουρα ξεχνάω πολλούς. Όχι από αχαριστία, αλλά από τη βιασύνη που με πιάνει να πω ευχαριστώ.
Δεν πιάνω τη μαμά μου, τις αδελφές μου, τα παιδιά μου, την Ελίνα.
Αυτοί τραβάνε το βαρύ κουπί, το καθημερινό.
Συχνά τους βλέπω σα να 'ναι οι ρακέτες μου στο φλιπεράκι που παίζω και όπου συγχρόνως η μπίλια είμαι εγώ.
Ξύλινο, μεταλλικό, κοφτό, Τοκ.
Ο όμορφος ήχος που έκανε όταν κέρδιζες Bonus Game.
Χάρη σ' αυτούς που χαίρονται να με βλέπουν, στους γιατρούς, σ' εμένα και στη μοίρα.
Ακόμα ζω.