Δεν είναι αυτό σκληράδα, μη με κατηγορείς, μη θυμώνεις. Σκληράδα είναι να το ζεις κανονικά, εκρηκτικά, και μια μέρα να το χάνεις. Να σου το παίρνουν βίαια. Κι εκεί που με μια κουβέντα του άντεχες οριακά το γκροτέσκο γύρω σου, τώρα σου μένει μια τεράστια σιωπή: Μη φοβάσαι έλεγε κι έπαιρνες ανάσα. Ξεχνούσες για λίγο τον πατέρα, που ήρθε μια μέρα να σε βρει κλαίγοντας. Γερασμένος, εύθραυστος, ανήμπορος- ο γίγαντάς σου είχε σπάσει. Μη φοβάσαι έλεγε και ξεχνούσες για λίγο τους φίλους σου με τα θολά βλέμματα, ανδρείκελα, σκιές των εαυτών τους. Μη φοβάσαι έλεγε και ξεχνούσες για λίγο τους ανθρώπους με τα δάχτυλα γραπωμένα στο συρματόπλεγμα, τους κατατρεγμένους όλους που έχουν πάντα τα πιο μεγάλα μάτια, το αίμα των αυτόχειρων που μας ποτίζει ανεξίτηλα, το βόθρο που ξεχύνεται από την τηλεόραση, τα γκλομπ των μπάτσων που ανεβοκατεβαίνουν με λύσσα, τα μαχαίρια των φασιστών που ακονίζονται σ’ ένα δωμάτιο κάτω από μια εικόνα του Χριστού και μια σημαία. Ξεχνούσες για λίγο τη σφαγή. Τη σφαγή. “Είμαι εγώ το πρόβατο”, του έγραφες. “Το πρόβατο μπροστά στην αστραφτερή λεπίδα. Το τρελαμένο βλέμμα μου ψάχνει εσένα. Όχι για να με σώσεις. Μα για να σταθώ για λίγο στην κόγχη των ματιών σου. Λίγο να ξεχάσω που με έχουν βάλει κάτω”. “Ξεκουράσου ομορφιά μου”,απαντούσε εκείνος κι εσύ κούρνιαζες. Σκληράδα είναι να μην έχεις πια πουθενά να σταθείς, πουθενά να ξεκουραστείς και κανέναν να σου πει να μη φοβάσαι. Γιατί τώρα είσαι μόνος σου. Κι απέναντί σου η χολέρα του κόσμου όλου.
Γι’ αυτό μη μιλάς για έρωτες. Άλλη μια τέτοια απώλεια, να ξέρεις, μπορεί να μας σκοτώσει. Έλα εδώ τώρα- το μόνο που έχουμε είναι μια αγκαλιά δανεική και πρέπει να την κάνουμε να είναι αρκετή. Και μπορεί μια μέρα να βρούμε την άλλη θάλασσα, την άλλη απαλοσύνη, που τραγουδούν οι ποιητές. Μπορεί και όχι. Εν τω μεταξύ πρέπει να αντέξουμε, μαζί αλλά μόνοι, πάντα τελικά μόνοι. Γιατί η σφαγή συνεχίζεται.