Αν είναι να πάθω κάτι να γίνει γρήγορα, μπαμ και κάτω, οι γροθιές πονάνε. Οι γροθιές είναι βασανιστικές, κάνουν τα μούτρα σου κιμά. Με φαντάζομαι πεσμένο χάμω, ανάσκελα στην άσφαλτο. Το αίμα κάνει μικρές φουσκάλες στα ρουθούνια μου σε κάθε μου εκπνοή. Έτσι περπατώ. Ψυλλιασμένος, έτοιμος. Δεν μπορεί, όλο και κάποιος θα έχει παραπάνω νεύρα σήμερα. Όπως τότε σε ένα μπαρ που ένας τύπος μου τσάκισε το ζυγωματικό πάνω στη σιδερένια κάνουλα της μπύρας. Ήταν ξημερώματα, ήταν τόσο αργά που το μαγαζί έπαιζε κάποιο τραγούδι των Dødheimsgard αδιαφορώντας για τα γούστα και το κέφι της πελατείας. Ο τύπος ήρθε από πίσω μου και με άρπαξε απ’ τα μαλλιά χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Ο τύπος ήταν έξω με αναστολή. Τα πράματα άλλαξαν. Η παράνοια καραδοκεί κάτω από τις πλάκες των πεζοδρομίων που πατούμε.
Τρωτός σε όλες τις απειλές. Με προσπερνούν γρήγορα. Εκτοξεύονται πάνω μου τα βρομόνερα από τις ρόδες των οχημάτων. Όρθιος κι εκτεθειμένος στη διάβαση περιμένοντας το φανάρι, όρθιος κι εκτεθειμένος στον γκισέ μιας τράπεζας, όρθιος κι εκτεθειμένος στην ουρά για μια αίτηση πρόσληψης.
«Αιτήσεις πρόσληψης πραγματοποιούνται τις ώρες 11.00-13.00»
Από τις 10.30 μια μεγάλη ουρά έχει σχηματιστεί έξω από το πολυκατάστημα. Άνθρωποι που για να μην πέσουν γέρνουν ο ένας στην πλάτη του άλλου, στην πλάτη του μπροστινού. Αμόρφωτοι και μορφωμένοι όλοι μαζί. Ένας άγνωστος με ωραίο κοστούμι και χτενισμένα μαλλιά μας κοιτά και βάζει τα γέλια. «Καλά όλοι εσείς για αίτηση;» λέει και συνεχίζει το δρόμο του κρατώντας μια στοίβα με επίσημα έγγραφα. Περνάνε κι άλλοι για να μας δουν. Κοντοστέκονται, χαχανίζουν, ψιθυρίζουν. Είμαστε το μοντέρνο φρηκ σόου. Το τσίρκο ήρθε και στην πόλη τους. «Ακούσατε! Ακούσατε! Ελάτε να δείτε απελπισμένους!». Τα παιδιά των πλούσιων καταναλωτών μας κλωτσάν στο καλάμι για να σπάσουν πλάκα. Ο δουλέμπορος του human resources μας κοιτά στα δόντια, στα αγγλικά, στις γνώσεις ηλεκτρονικού υπολογιστή. Είδος απασχόλησης «εποχιακή». Περίπου δεκαπέντε μέρες δουλειάς. Μόνο για τις γιορτές. Τις γιορτές των άλλων. Ωράριο εορταστικό που σημαίνει υπερωρίες, τσακισμένα γόνατα, σαββατοκύριακα και βλαστήμιες -χρονιάρες μέρες- που χάνουν τον δρόμο τους και δεν τολμάν να βγουν από το στόμα. Στην είσοδο τεράστιες ανακοινώσεις «Η κλοπή τιμωρείται» και τι συμβαίνει σε περίπτωση που σε πιάσουν με μαρκαδόρους στην τσάντα.
Δεν είμαι εγώ για τέτοια. Σπάω τη γραμμή και βγαίνω απ’ την ουρά. Πίσω μου οι άλλοι που στεκόμασταν μαζί ξεκινούν να πέφτουν σαν ντόμινο. Αποτέλεσμα της απουσίας μου. Απέδρασα κι ανάβω τσιγάρο, κάνω νόημα για ταξί. Ο οδηγός φρενάρει μπροστά μου, πετάω το τσιγάρο για να μπω. «Δεν έπρεπε να το πετάξεις» μου λέει «ο καθένας πρέπει να κάνει αυτό που γουστάρει!». Στο ταμπλό του αυτοκινήτου υπάρχουν παντού φωτογραφίες μικρών παιδιών. «Τα παιδιά σου;» τον ρωτώ μα εκείνος συνεχίζει. «Όσοι δεν μπορούμε μια κι έξω πρέπει να πεθαίνουμε λίγο-λίγο. Τσιγάρο, τηγανητά, ουίσκι. Εγώ έχω το κινητό μονίμως στην τσέπη, δίπλα ακριβώς απ’ τα αρχίδια. Ρουφάω ραδιενέργεια!».
«Τα παιδιά σου είναι αυτά στις φωτογραφίες;» ξαναρωτώ «χαριτωμένα είναι!» του λέω, μήπως κι αλλάξει κουβέντα. Εκείνος συνεχίζει. «Λίγο-λίγο σου λέω, κάθε μέρα και από λίγο θάνατο. Εγώ είμαι κότα! Όχι σαν εκείνη. Εκείνη το ‘πε και το ‘κανε. Εγώ είχα τα χρέη αυτή είχε το θάρρος. Από τον τέταρτο. Ο ήχος της πτώσης της, ξύπνησε όλη τη γειτονιά. Ναι παιδιά μας είναι!».
Σώπασα μέχρι το τέλος της διαδρομής. Έδωσα φιλοδώρημα και κατέβηκα. Δεν μπήκα σπίτι. Έτρεξα δίχως να ξέρω που πάω, έτρεξα ψάχνοντας ένα τοπίο γυμνό και φαλακρό από ανθρώπους, έτρεξα ώσπου σταμάτησα άπραγος και λαχανιασμένος. Στάθηκα μόνος να πατώ χιλιάδες διαφημιστικά φυλλάδια που καλούσαν τον κόσμο να προσφέρει ρούχα, κουβέρτες και τρόφιμα για τις γιορτές.
Βουτήξτε άνθρωποι στα παγωμένα και καθαγιασμένα νερά. Βουτήξτε στην κολυμβήθρα της φιλανθρωπίας. Βουτήξτε κι ένα χέρι τιμωρό θα πιέσει το κεφάλι σας μέσα στο νερό. Μέχρι την τελευταία σας ανάσα.
Σιδερένια φτέρνα. Αυθύπαρκτο κακό. Ιμπεριαλισμός. Καλά Χριστούγεννα. Ευτυχισμένο το νέο ΈΠΟΣ. 666 ιντερνάσιοναλ.