Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια, ίσιωσε και ύστερα γύρισε αργά το σώμα της. Κάπου εκεί δίπλα είχε ακουμπισμένο το μπαστούνι της. Το πήρε, στηρίχτηκε, σηκώθηκε αργά, έκανε κάτι αβέβαια βήματα και έπιασε να βάλει το παλτό της. Δεν είχε μπει μέχρι τη μέση στο μανίκι το ένα χέρι όταν έπεσε κάτω το μπαστούνι κι αμέσως μετά και το παλτό. Μια κοπέλα που καθόταν δίπλα, αμέσως έσκυψε και σήκωσε το μπαστούνι. Πήρα και εγώ το παλτό και της το κράτησα. Έριξε μια ανέκφραστη ματιά στη κοπέλα, μια σε μένα κι ύστερα σήκωσε με δυσκολία το ένα χέρι γυρεύοντας το μανίκι. Ακόμα κι έτσι, το να το φορέσει το παλτό της ήταν άθλος.
Όταν τα κατάφερε, γύρισε προς το μέρος μου και είπε αγριεμένα: "Don't you dare get old!" Με αιφνιδίασε για τα καλά κι άρχισα να ξεφουρνίζω ανεξέλεγκτα αμπελοφιλοσοφίες του κερατά τη μία μετά την άλλη: "έτσι είναι η ζωή" και "ποιός μπορεί να..." Με σταμάτησε κουνώντας το χέρι της απειλητικά και άρχισε να μού λέει ακόμα πιο αγριεμένα από πριν ότι δεν την πήγαιναν τα πόδια της, ότι δεν όριζε πια το σώμα της.
Λίγο αργότερα βγήκα από το καφέ. Ο δρόμος είχε αρκετή κίνηση. Έκανε κρύο κι είχε πάρει να σκοτεινιάζει. Τα φώτα της πόλης που ποτέ δεν κοιμάται είχαν ανάψει. Έστριψα δεξιά στη λεωφόρο και άρχισα να κατηφορίζω. Όταν κουράστηκα για τα καλά, συνέχισα. Κι όταν μετά από ώρα εξαντλήθηκα, πάλι συνέχισα. Έτσι θα κάνω από εδώ και πέρα. Πέρα από τα όρια. Όσο με πάνε τα πόδια μου. Όσο ορίζω το σώμα μου.