2. Κάποτε λέγαμε πως θα πεθάνουμε από έρωτα. Τελικά δεν είμαστε ικανοί ούτε γι’ αυτό. Οι άνθρωποι πεθαίνουν από γεράματα, αρρώστιες, απελπισία, γενναιότητα. Από τον ίδιο τον έρωτα όμως δεν κατάφερε να πεθάνει κανένας. Μόνο να νικηθεί κατάφερε, κι αυτό μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις. “Είμαι ένας ρίψασπις, ένας ηττημένος”, λέει ο ήρωας του βιβλίου μου σε μια σελίδα που δεν θυμάμαι ποια είναι, κι όμως κατά βάθος μιλάω μόνο εγώ.
3. Πάντα είμαστε λίγο μόνοι μας. Ενδεχομένως και πολύ. Παλιότερα πίστευα πως είναι άκαρδη η μοναξιά. Έχω αλλάξει γνώμη. Είναι ένα φυσικό χαρακτηριστικό όπως τα πράσινα μάτια, τα καστανά μαλλιά, το 37 νούμερο παπούτσι ή η κλίση προς την υπερβολή. Όταν έρθει ο καιρός που σιγά σιγά αρχίζουν και απομυθοποιούνται όλες οι έννοιες και οι λέξεις που μέσα τους έχουν ένα συνθετικό της καρδιάς, σημαίνει πως ένα φυσικό χαρακτηριστικό μετατρέπεται αργά και σταθερά σε σιωπηρή αναπηρία.
4. Αφού το προνόμιο του έρωτα δεν μας κάνει το χατήρι, μπορούμε να γεμίσουμε με μελανιές κάβλας. Έτσι κάνεις όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Η πρόσκρουση μιας σφιγμένης γροθιάς πάνω σε ένα μπράτσο είναι άκρως ερωτική πράξη. Το απειροελάχιστο σημείο του χρόνου κατά το οποίο ξεκινά η επαφή είναι η θέωση δύο συνόλων ιστών που εφάπτονται μεταξύ τους. Σαν να φιλιούνται. Τα αγγίγματα της κάβλας δεν είναι μόνο θωπευτικά. Υπάρχουν κι εκείνα τα άλλα, τα δεύτερα, τα άνευ προνομίων. Διατηρούν στο έπακρο την αξιοπρέπεια της επίγνωσης και μια άγρια δύναμη υπενθύμισης του άλλου τους εαυτού. Τότε που η κάβλα, έτσι όπως την σκεφτόμασταν οι αφελείς, ήταν μια μεμβράνη πλεγμένη από αραχνοΰφαντα ερωτικά χάδια.
5. Μετά το ψευδό ποίημα ονειρεύτηκα ένα σκοινί. Και τότε σκέφτηκα εκείνη τη γυναίκα με τον κόμπο στο λαιμό που όταν υπέφερε πολύ δεν έκλαιγε, δεν μίλαγε, μόνο έτρεχε να κρυφτεί μέσα σε ένα ξένο σώμα. Την τελευταία φορά που την είδα ήταν όμορφη. Γύρω από το λαιμό της έλαμπαν μικρές σταγόνες ιδρώτα. Όταν την κοίταξα λίγο πιο καλά είδα πως μέσα σε κάθε σταγόνα του ιδρώτα της φύτρωνε ένα λουλούδι. Χαθήκαμε για πάντα όταν τα λουλούδια σχημάτισαν ένα πυκνό κολλάρο γύρω από το κεφάλι της, με πράσινους μίσχους, μωβ άνθη και μια βαριά, θανατερή μυρωδιά. Κάπως έτσι χάνομαι με όλους εκείνους στους οποίους πιστεύω. Κι έπειτα συνεχίζω να τους θυμάμαι και να μιλώ γι’ αυτούς.
—