Σε πέντε λεπτά μόνο η στάχτη της είχε μείνει στον καναπέ.
Εκείνος έβαλε μια άνω τελεία στην Μεγάλη Αφήγηση, έβγαλε τα γυαλιά του και σηκώθηκε ατάραχος να μαζέψει τα αποκαΐδια. Μετά άνοιξε τα παράθυρα, να μπει φρέσκος αέρας. Έριξε μια ματιά κάτω στο δρόμο. Νέκρα. Όλα κλειστά. Αύριο, μεθαύριο, θα ‘βγαινε να διαλέξει καινούρια ριχτάρια.
♪