Τα καλοκαίρια είναι πιο σκληρά μαζί σου, κομμένες οι πολλές τρυφερότητες και τα foreplay. Οι μέρες αρχίζουν νωρίς και νωρίς τελειώνουν, είσαι πια πολύ μαλθακός για να μπεις βαθιά μέσα τους. “Οι νύχτες είναι αγνώριστες”, έτσι λες κι ανακουφίζεσαι μια στάλα. Μα αν βγεις κάποια στιγμή μαζί τους, τι κι αν τις κοιτάς στα μάτια απορημένος σα να λες «αποκλείεται να είσαι συ», αυτές είναι κι ας πονάει, οι ίδιες κι απαράλλαχτες όπως πάντα, εσύ δεν είσαι. Οι νύχτες δεν αλλάζουν. Τα ‘χουν πει και αληθινοί ποιητές, όχι αυτοί του πληκτρολόγιου και των καλοδουλεμένων λέξεων, τα ΄χουν πει και βάρδοι και πουτάνες και τραγουδιάρες και βαμπίρια, ξέρουν καλύτερα αυτοί. Εκεί μέσα μεγαλώνουν αυτές οι ράτσες, απ’ αυτή την ατέλειωτη σάρκα τρώνε, εκεί επιστρέφουν αν τύχει και λοξοδρομήσουν στο χλιαρό ημίφως.
Από μια μέρα και μετά τα αγαπάς τα βράδια γιατί κρύβουν, συνωμοτικά θαρρείς, τη φθορά στο σώμα. Τα αγαπάς κι ας λύσατε συναινετικά τη συμβίωση λόγω ανικανοποίητου αμφοτέρων των πλευρών. Που και που, όλο και πιο αραιά, βγαίνεις και τα ποτίζεις αλκοόλ και βλέμματα. Ένα, δυο, σπάνια τρία. Όλα με ρέγουλα. Δεν σου δώσαν την επιμέλεια απ’ τις νύχτες σου, όσο κι αν το πάλεψες δεν έπεισες κανέναν ένορκο ή δικαστή. Αλλά στέκεσαι κάθε Παρασκευή, κάθε δεύτερο Σάββατο στην εξώπορτά τους, φρεσκοπλυμένος και ντυμένος ζωντανός, περιμένοντας να πέσει το φως μπας και συναντηθείτε. Κι αποφασισμένος πως αν δεν βγουν οι νύχτες μαζί σου θα βγεις μόνος. Ακόμη κι αν δεν σε βλέπει κανείς, ποτέ, πουθενά. Θα βγεις όμως. Το μυαλό παλεύει, ακόμη.
Από γινάτι.
♫