Μεσημέρια Κυριακής. Τρώει χωρίς να μιλάει, όλο και πιο συχνά. Μερικές φορές θαρρείς ότι το κάνει από υποχρέωση. Δυο χρόνια πριν δεν έβλεπες την πλάτη της καρέκλας στην κορυφή, την «καρέκλα του». Τώρα το περίγραμμά του χάνεται μέσα στην ίδια καρέκλα. Στέλνει λίγα κιλά του κάπου αλλού, μακριά, κάθε χρόνο, για να συνηθίσουμε στην απουσία τους. Μέχρι να συνηθίσουμε στην εικόνα της άδειας καρέκλας και στο φευγιό του. Τα σιχαίνομαι αυτά τα κυριακάτικα μεσημέρια, αυτές τις πρόβες του αποχαιρετισμού. Τα σιχαίνομαι και μετράω μια μια τις ώρες μέχρι το στρωμένο τραπέζι, την επόμενη Κυριακή. Για όσο υπάρχουν Κυριακές μαζί του.
Από το thethreewishe's blogspot.gr
Δίπλα στα σπήλαια του Όρεγκον, στο Φορτ Ροκ και στο Πέισλεϊ. Εκεί θα ζούμε. Σε ένα ισόγειο σπίτι με κήπο και μια ξύλινη βεράντα με θέα προς την ανατολή. Τα πρωινά θα χαζεύουμε τον ποταμό Κολούμπια που θα μεταφέρει γιγάντιους κορμούς δέντρων, σάπια λάστιχα αυτοκινήτων και νεαρούς κάστορες που θα ακροβατούν από τη μια όχθη στην άλλη, και τα άσπρα σύννεφα στον γαλάζιο αμερικάνικο ουρανό. Θα χαιρετάμε τα ποταμόπλοια που δεν θα μας βλέπουν, θα τα βλέπουμε όμως εμείς και θα μας φτάνει. Θα ζούμε επιτέλους μια αμέριμνη, αληθινή ζωή. Αυτό που έλεγες πάντα. Θα έχουμε μάθει τις καλλιέργειες και τα αρδευτικά συστήματα της περιοχής και θα εξασφαλίζουμε την τροφή μας.
Από το thethreewishe's blogspot.gr
Του άρεσαν οι αχνιστές σούπες σε κυπελάκι από τους πάγκους των πλανόδιων μαγείρων που έβλεπε τα χειμωνιάτικα μεσημέρια στο κέντρο. Τα πλεούμενα λαχανικά του θύμιζαν μωρουδιακά παιχνίδια. Η αθηναϊκή Τσάινα Τάουν με τις μπουτίκ εσωρούχων, αλοιφών, τροφίμων και οικόσιτων ερπετών τον συνάρπαζε όπως ένα παιδί το λούνα παρκ. Στο πιο συναισθηματικό όμως. Τον συγκινούσε με έναν τρόπο σχεδόν μεταφυσικό.
Γράφει ο kapakapamoiris
Είπα να το καταχωνιάσω στο βάθος του μυαλού για να μην κάνω λεκέδες στο σένιο τραπεζομάντηλο του σαββατοκύριακου. Μα ο λεκές βγήκε βόλτα με την καινούρια βδομάδα, όσο και να τα κρύψεις αυτά δεν φεύγουν μόνα τους.
Μεσημέρι Σαββάτου στον χασάπη. Κιμάδες, κότες, τα σχετικά, προμήθειες βδομάδας για να μη ξανατρέχουμε. Οι προνομιούχοι.
Τ. Λειβαδίτης
τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου, περπατούσαμε στις μύτες, πάνω στο γυαλί της λάμπας, μιλώντας για τις αγωνίες μας, μέσα σε ποτήρια μισογεμάτα, εσύ, εγώ, αυτή κι ο άλλος. Δεν κόμπιαζαν οι λέξεις στις στροφές των τραγουδιών, τα χέρια λύθηκαν, έπαιξαν οι άκρες των δακτύλων κι ένας νοτιάς βραχνός σχεδόν άρρωστος πήγε να καπελώσει την εποχή
Του Βαγγέλη Προβιά | portal.gr
Πίστευα πάντα ότι η οικογένειά μου δεν ήταν... μία πραγματική οικογένεια. Η μητέρα μου είχε δύο παιδιά, με διαφορετικούς άντρες το καθένα, δεν παντρεύτηκε ποτέ (ούτε καν τους πατεράδες μας εμένα και της αδελφής μου) και μας ανάθρεψε και μας μεγάλωσε απολύτως μόνη.
Γράφει το πορτατίφ
δεν ξέρω για σας, πάντως το δικό μου άγχος μοιάζει με ένα μικροσκοπικό τερατάκι με μακριά δάχτυλα που ζει μέσα στο στήθος και παίζει άρπα με τα οστά του θώρακά μουTheThreeWishe's WeBlog | Μαρία Πετρίτση
Θυμάμαι μια παλιά συνέντευξη του Βασίλη Αλεξάκη που περιέγραφε το σπίτι του στην Αθήνα. Ένα μικρό ισόγειο είναι, έλεγε, που όμως το αγαπά επειδή στην αυλή του υπάρχει μια λεμονιά, και αυτό του φαίνεται σπουδαίο. Και μια άλλη, της Φρανσουάζ Σαγκάν, που μιλούσε για το διαμέρισμά της στο Παρίσι όπου είχε περάσει τα νεανικά της χρόνια. Έλεγε πως ήταν λιλιπούτειο και με εκθαμβωτική θέα. Χωρίς περιττές πολυτέλειες, φυσικά – για να μπουν μέσα πατούσαν ο ένας πάνω στον άλλον, και αυτό το έκανε ακόμη πιο γοητευτικό. Θυμάμαι επίσης το σπίτι της Ζυράννας Ζατέλη, έτσι όπως φαινόταν σε κάτι φωτογραφίες όπου ο δημοσιογράφος που της έπαιρνε συνέντευξη φρόντισε να συμπεριλάβει στο πορτρέτο της συγγραφέως και κάποιες γωνιές του χώρου της. Ένα σπίτι γεμάτο γλάστρες, γάτες και γλυκό απογευματινό φως.
Πριν όχι πολλά χρόνια, στα ηχεία -οποιαδήποτε, φτηνά ή ακριβά, κάθε ώρα, σε κάθε λογής διαδρομές- είχαν κάνει κατάληψη οι Marconi Union. Το ξαναθυμήθηκα χτες -με έναν αδιόρατο αυτοοικτιρμό- την ώρα που απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο του αόρατου συνοδηγού (για να απολαύσω τις τελευταίες τζούρες ενός πολύ ανταριασμένου φθινόπωρου) χυνόταν προς τα έξω ερτζιανός Πασχάλης Τερζής. Φεγγάρι χλωμό, ένα χλιαρό μεσημέρι, πάνω σ’ έναν δρόμο όπου το μόνο σημάδι ζωής ήταν τα αυτοκίνητα με βουλγάρικες πινακίδες. Οι Σέρβοι, με τα άπαντα του ΙΚΕΑ μέσα στα τετρακίνητά τους, είχαν προλάβει να στρίψουν στην προηγούμενη έξοδο, πριν προλάβουν να διασταυρωθούν με τις τούρκικες νταλίκες.
Γράφει ο δύτης των νιπτύρων
Δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την επικαιρότητα, αλλά είναι κάτι μήνες που θέλω να γράψω κάτι για τις καντινιέρισες. Τις γυναίκες που ακολουθούσαν το στρατό μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο, πουλώντας στους φαντάρους κρασί, καπνό και ψιλικά. Αρχικά, λέει, ήταν οι σύζυγοι των καντινιέρηδων, και ο επίσημος ρόλος τους ξεκίνησε με αξιοπρόσεκτο τρόπο ως αποτέλεσμα της (κάπως απότομης) κατάπνιξης κάθε προσπάθειας ισότητας των φύλων μέσα στη φωτιά της Γαλλικής Επανάστασης. Διότι ήδη είχαν καταταγεί στρατιωτίνες, και η στρατιωτική υπηρεσία ισοδυναμούσε με την ιδιότητα του πολίτη, κι έτσι τον Απρίλη του 1793 ψηφίστηκε ο νόμος για την εκδίωξη των άχρηστων γυναικών από το στράτευμα. Μπορούσαν να μείνουν μόνον οι πλύστρες -και οι καντινιέρισες.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon