Δυο νύχτες, ίσα ίσα ν’ αδειάσει το κεφάλι για ν’ αφήσει χώρο στα άσχημα της χρονιάς που έρχεται, διώχνε λίγο κακό για να μη στριμωχτεί πολύ Κακό μέσα σου λέγαν οι παλιοί που ξέραν κι από κακό κι από καλό κι από ξυλόσομπες.
Καθισμένοι δίπλα δίπλα βλέπαμε εικόνες και αριθμούς σ’ αυτή την χιλιοταλαιπωρημένη από e-δανικές διαδρομές και ψεύτικα μακρινά ταξίδια οθόνη. Απελπιστήκαμε τριγυρνώντας, αυτή η χώρα έχει ωραίες γωνιές αλλά συνεχίζει να μην έχει μέτρο, εκτός κι αν (τι αν, σίγουρα) τα δικά μας μέτρα στενέψαν κι άλλο. Ξάφνου μια εικόνα ταίριαξε ωραία με έναν μικρό αριθμό, είπαμε με λαχτάρα «να, εδώ!», μετρήσαμε μετά τα χιλιόμετρα ως το «να, εκεί», μη ξεχάσεις και τα διόδια είπε, υπολογίσαμε με την παραμικρή λεπτομέρεια κάθε λογαριασμό ευζωίας, από το τσίπουρο με μεζέ ως το ζεστό κρασί σε πλαστικό στα όρθια (σαν αυτοσχεδιάζεις όρθια όλα είναι πιο βατά) κι από τον πρωινό καφέ που αν προβλεπόταν μόνο γαλλικός στη χρέωση του πρωινού μ΄αυτόν θα πορευόμασταν, αν βρίσκαμε έξω ελληνικό με ένα ευρώ θα τολμούσαμε κι αυτή την αποκοτιά, μέχρι κάποια ξεχασμένη κι απ’ το Θεό κι απ’ τον Στουρνάρα ταβέρνα θα υπάρχει -σκεφτήκαμε ριγώντας από την παράνομη σκέψη- που να βγάζει δυο πιάτα φαγητό και μια σαλάτα με μονοψήφια χρέωση.
Όσο μιλούσε, με περίσσιο ενθουσιασμό, ο ένας, ο άλλος έκανε το Casio. Σε λιγότερα από δέκα λεπτά αποφασίσαμε ότι κι αυτόν τον Δεκέμβρη θα καθήσουμε εδώ, που είναι άλλο από το «να, εδώ!» και πολλά χαμόγελα -και διόδια, εντάξει- μακριά από το «να, εκεί».
Τετρακόσια ευρώ χρειάζονται, είπε πικραμένη. Δεν περισσεύουν, με άλλα διακόσια πληρώνουμε φροντιστήρια, νερά και το τηλέφωνο. Και πάλι καλά να λέμε, με τόσο αίμα που χύνεται εκεί έξω.
Και πού να τα βρω τα άλλα διακόσια; τη ρώτησα όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσα, μην ακούσουν τα παιδιά και ξαναβγούν -βαριά ξεφτίλα- για κάλαντα κοτζάμ θηρία πια. Και πληγωθούν -σιγά μην- που όχι πόρτα αλλά ούτε ψυχή θ’ ανοίξει φέτος.
Μήπως να μη πηγαίναμε τέσσερις νύχτες αντί για δυο; απάντησε και είδα το κουρασμένο πρόσωπό της να φωτίζεται.
Στο λέω, αν υπάρχει αγάπη και συνεννόηση σε ένα σπίτι, όσο Κακό και να στριμωχτεί απρόσκλητο, μια γωνιά σε έναν καναπέ για να κάνεις e-δανικές διαδρομές και μακρινά ταξίδια σε οθόνες θα υπάρχει πάντα. Αποφασίσαμε ότι του χρόνου το Δεκέμβρη δεν θα πάμε για δέκα νύχτες και πέσαμε για ύπνο ανακουφισμένοι. Δεν τόλμησα να γυρίσω να δω τα μάτια της.