Εκεί έμαθα τα νέα, στο δρόμο. Όταν γύρισα σπίτι άνοιξα το ρημάδι και έκλεισα επιτέλους εκείνα τα δυο εισιτήρια. Που τα ανέβαλα κάθε χρόνο, με δικαιολογίες φτηνές, εμπόδια ανύπαρκτα, οχυρωμένος πίσω από αλλά, από δεν, από όμως. Ποτέ δεν θα περισσέψουνε λεφτά, μα ούτε και χρόνο μπορούμε να αφήσουμε καβάντζα. Φεύγουμε, τώρα που έχουμε και τα δυο χέρια ελεύθερα, ατρύπητα, σάρκινα, ζεστά. Αυτά τα σαχλά carpe diem δηλαδή που γεννήθηκαν για να σέρνονται ξοπίσω σου -όσο εσύ δεν τρέχεις στο κατόπι τους- και να σου βγάζουν περιπαιχτικά γλώσσα αφού δεν τους δίνεις σημασία, δεν καταδέχεσαι να χαρίζεις μια ματιά στα “δεδομένα”, στα καθημερινά μικρά.
Δύσκολα τα φευγιά, τα οριστικά αντίο. Σ’ αυτό τον τόπο, και παντού, οι αποχαιρετισμοί είναι που κυβερνάνε. Τα «για πάντα μαζί» δεν κυβέρνησαν κι ούτε θα τα καταφέρουν. Ποτέ. Εσύ έχεις δίκιο μωρό μου, όχι εγώ. Φεύγουμε.
♫