Ένα αυτοκίνητο με τέσσερις πιωμένους που γελάνε περνάει ξυστά δίπλα μου, τα πόδια μου μουδιάζουν από το σφίξιμο, ο φόβος τελικά παραλύει, μπαμ! δέντρο/κολώνα/οι κρυφές μου επιθυμίες/τα καταπατημένα θέλω μου μα πόσο πολύ μπορεί να σ' αγάπησα, Πειραιάς-Βουλιαγμένη μια ανάσα, χωρίς ούτε ένα κόκκινο φανάρι, να 'ταν έτσι όλη η ζωή μας, χωρίς κόκκινα φανάρια, όλο μπροστά, βάρκα γιαλό.
[Ξύπνησε στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, στην αρχή νόμιζε ότι ονειρεύεται που τον είδε να της κρατάει το μελανιασμένο χέρι, σκέφτηκε πως είναι άλουστη και βρώμικη, ποτέ δεν τον είχε αφήσει να τη δει απεριποίητη, όποτε κοιμήθηκε σπίτι του ξύπναγε πάντα νωρίτερα και πήγαινε στο μπάνιο να βγάλει τον ύπνο από πάνω της. Πάντα πίστευε ότι αν εκείνος πάθει κάτι θα κατασκηνώσει στο νοσοκομείο, θα κοιμάται στους διαδρόμους. Έτσι όπως τα 'χε όλα τακτοποιημένα μέσα στα ράφια του μυαλού της, ήρθε αυτός τώρα και τα πέταξε όλα κάτω. Να προσπαθήσει να μαζέψει τα αμάζευτα τώρα, δεν είχε καν νόημα. Όταν πήγαινε στο σπίτι της, θα είχε χρόνο να τα βάλει όλα πάλι σε τάξη. Όλα όσα τσαλακώθηκαν μαζί με τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου. Μάζεψε όση δύναμη είχε και του έσφιξε το χέρι. Ξανακοιμήθηκε.]