Γράφει το kospanti
«Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται για να ‘ρθουν»
Μπ. Μπρεχτ
Τη στιγμή που ντυνόμουν με ρώτησε για εκείνη την ουλή που έχω χαμηλά στην κοιλιά, αριστερά από τον αφαλό μου. Σκαρφίστηκα ένα απ’ τα ευφάνταστα παραμύθια μου για να δικαιολογήσω την ύπαρξη της, όπως τροχαίο, επίθεση και ληστεία, σοβαρή εγχείρηση, καυγάς σε μπαρ. Σίγουρα πιο εντυπωσιακές και θαρραλέες ιστορίες για να προτιμήσει να πει κανείς από τη βαρετή αλήθεια. Ότι δηλαδή το σημάδι αυτό το απέκτησα στο σεισμό του 99΄ από τον αφιονισμένο σκύλο του γείτονα. Εκείνες οι μέρες, οι μέρες του σεισμού, ήταν οι τελευταίες στιγμές ανθρωπιάς που θυμάμαι. «Ντύνομαι και την κάνω, θα σου τηλεφωνήσω!».
Γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης | Protagon
Τις εποχές που τα λόγια διέθεταν ακόμα μία κάποια αξία, είχα ακούσει τη Μαριάνθη, γιαγιά εκ του πατρός μου, να διηγείται μια από κείνες τις αλλόκοτες ιστορίες που ανάσερνε ξάφνου και δίχως ορατή αφορμή από τα κατάβαθα της προαιώνιας μνήμης της. Οι ιστορίες αυτές, καταστάλαγμα της συλλογικής εμπειρίας των μικρών αγροτικών οικισμών του νότου, απόσταγμα σκοτεινών διαλόγων στα έγκατα περίκλειστων κοινωνιών, έχουν καταχωνιαστεί στα βαθύτερα στρώματα της συνείδησης μου ως ομιχλώδης παιδική ανάμνηση.
Γράφει ο Γιάννης Βαλτής | Protagon
Καθόμουν την περασμένη εβδομάδα με την Ελευθερία στην πίσω αυλή ενός σχετικά in μπαρ, που μέσα στο σκηνικό του συμπεριλαμβάνει και ένα κομμάτι απ' τα παλιά τείχη της Θεσσαλονίκης. Είχε δροσούλα και το 'θελε το ζακετάκι του.
Είχα να τη δω την Ελευθερία σχεδόν έναν χρόνο, από το Βερολίνο ακόμη, που έμεινε για λίγο στο σπίτι μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς μ' είχε πιάσει τότε, αλλά ξαφνικά ήθελα να φύγει.
Μετά συνέβησαν πολλά. Η καρδιά μου, ο καρκίνος μου, οι θεραπείες, τα νοσοκομεία, η εγχείρηση, ο πρώτος έλεγχος, οι διακοπές.
Γράφει ο kapakapamoiris
Πήγα και γύρισα -πεντακόσια, και παραπάνω, χιλιόμετρα στους δρόμους- χωρίς να ακουστεί ένα ρεφρενάκι, ένα τόσο δα σόλο απ΄τα ηχεία. Ούτε ραδιόφωνο άνοιξε. Ατέλειωτη, πηχτή σιωπή. Στο πήγαινε, μετά από μια ώρα μου είπαν «γιατί δεν μιλάς;» και κούνησα τους ώμους αντί απάντησης. Στο έμπα της πόλης με ξαναρώτησαν «από πού θα πάμε;» και ανέλαβε πάλι ο δεξιός ώμος -με μια μικρή βοήθεια απ΄το κεφάλι- να αποκριθούν «δεν ξέρω, απ’ όπου να ΄ναι».
Η αλήθεια είναι πως οι θάλαμοι των ογκολογικών έχουν μια ιδιοτροπία: όσα παράθυρα κι αν ανοίξεις, όσο ρεύμα κι αν δημιουργήσεις, η μυρωδιά της αρρώστιας στρέφεται με μια παλιρροϊκή κίνηση προς τα μέσα. Το κτίριο ρουφά με απληστία οσμές από ούρα, κόπρανα, φάρμακα.
Από τα χαμένα επεισόδια
Πηγαίνει προς την κουζίνα. Τα ντουλάπια μοιάζουν έτοιμα να ξεκολλήσουν από το βάρος του χρόνου – το βάρος των σερβίτσιων δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για τα εργένικα σπίτια. Στο νεροχύτη δύο ποτήρια βαμμένα από το κόκκινο κρασί περιμένουν την σειρά τους για να διανύσουν τη γνωστή διαδρομή, στεγνωτήρας, ντουλάπι και πάλι έξω, κάποια άλλη βραδιά, μια βραδιά που ακόμα και τα ποτήρια θα θέλουν παρέα για να βγουν από το ντουλάπι τους. Ανοίγει το ψυγείο και βγάζει μια μπύρα, αφού το σημερινό βράδυ θα είναι μοναχικό, ας το πνίξει τουλάχιστον στον αφρό.
και που το αραιώνω κλαίνε τα μάτια μου. τα αυτιά μου που το άκουσαν κλαίνε ακόμα. πεινούσα και έκατσε δίπλα μου με σόδα/είχα ημικρανία και μου έκρυψε ολα τα ντεπον/ήμουν γάτα και δε μου έδινε πόδι να τριφτώ. πως να ερωτευτείς ρε μωρό μου; πως να περάσεις 5 μέτρα νταλίκα κάτω απο γέφυρα με όριο 4;
Γράφει ο kapakapamoiris
Δεν μπορώ να προσποιούμαι, μου ‘πε.
Δεν μπορώ να γράψω. Εμένα οι ιστορίες μου είναι μικρές, τελειώνουν πριν καν αρχίσουν γιατί κουράστηκα, βαρέθηκα να βάζω τις σκέψεις μου σε μια σειρά ολημερίς και το άλλο πρωί να λείπουν οι μισές -αφού πήγαν να πηδηχτούν με κάποιον πιο καπάτσο- και οι άλλες μισές να κάνουν ότι πρώτη φορά με βλέπουν.
Γράφει ο domianos | combustions
είμαι μέσα στο λεωφορείο των κτελ. όλα μου τα σαράντα ένα χρόνια είναι πάνω στην σελίδα διακόσιαπενήνταεπτά από την χαμένη άνοιξη του τσίρκα. τελειώνει το βιβλίο. αυτό δεν είναι κόμπος που έχω μέσα μου, είναι το βάρος ενός εικοσαόροφου τσιμεντένιου μαυσωλείου που στεγάζει το πτώμα της δημοκρατίας. ο τσίρκας έβαλε τις λέξεις να ξεσκίζονται μεταξύ τους, και ένας ολόκληρος ιούλιος, αυτός του 1965 μου χτυπάει μια σφραγίδα στο μέτωπο που πιστοποιεί πως η ελλάδα είναι ένας αιώνια βασανισμένος, φυλακισμένος στην ταράτσα της μπουμπουλίνας και η δεξιά είναι ο παντοτινός βασανιστής της. η ελένη μου χάρισε αυτό το βιβλίο και με έκανε να νοιώσω τον ιδρώτα του αντρέα μέσα από τις σελίδες να τινάζεται πάνω μου. να δω την γύμνια της φλώρας πάνω σε δανεικά κρεβάτια.
Από τα χαμένα επεισόδια
Σηκώνεται από το κρεβάτι πετώντας τον βράχο που πέφτει πάνω του κάθε που ξαπλώνει. Πες ότι τα καταφέραμε και σήμερα, ή έστω για σήμερα. Φοράει το λιωμένο τζιν, τα βρώμικα πράσινα all stars, και μια μπλούζα που ξέβαψε από την ήλιο μετά την δωδέκατη μέρα που έμεινε στην απλώστρα. Βγαίνει έξω για τσιγάρα και με τον αναπτήρα στο χέρι απλώνει την παλάμη του στον περιπτερά, εκείνος βαριεστημένα του δίνει το camel light της ημέρας, τραβώντας άλλη μια γραμμή στο μπλοκάκι του. Κάτι πάει να ψελλίσει για πόσο θα κρατήσει αυτό αλλά το ξανασκέφτεται και σκύβει το κεφάλι κάνοντας ότι τακτοποιεί τις εφημερίδες δίπλα στα πόδια του.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon