Γράφτηκε από Gasireu
To μετρό είναι το βαριετέ των περίεργων ανθρώπων. Μια υπόγεια φυλή, σχεδόν αλλόκοτη, ταξιδεύει από σταθμό σε σταθμό, βουβή, κατηφής, ηττημένη. Φορώντας τα πιο σκοτεινά κι αταίριαστα ρούχα, βρυχάται με μικρές άναρθρες κραυγές, διαμαρτυρόμενη, για το παρόν που της πέφτει αφόρητα στενό κουστούμι, τους στριμωγμένους συρμούς, τους διαβολικούς γέρους με τα μαγκούρια που σπρώχνουν να μπουν γρήγορα, απαιτώντας να καβατζώσουν μια θέση.
του kapakapamoiri
Βγήκε από κείνη τη φαρδιά γυάλινη πόρτα που έγραφε απ΄έξω «Διαγνωστικό Κέντρο». Περασμένες εννιά το πρωί. Περασμένα εξήντα. Μόνος του. Έξη μέτρα μακριά μου.
Τον είδα να ανοίγει τον μεγάλο φάκελο και να βγάζει το μόνο λευκό που υπήρχε μέσα. Εκείνο που πολλές φορές είναι πιο κατράμι κι από τα φιλμ των σωθικών σου. Το χειρότερο, ήθελα να του φωνάξω, που μπορείς να κάνεις, το χειρότερο. Δεν διαβάζεις πορίσματα στο δρόμο, μπορεί ξαφνικά να πέσει ο ουρανός στο κεφάλι σου και να μη ξανασηκωθείς ποτέ.
όκκινο φανάρι, γωνία Θεμιστοκλέους και Σόλωνος. Στο απέναντι πεζοδρόμιο ένα ανθρώπινο ποτάμι χύνεται προς τα κάτω. Άνθρωποι και ποντίκια. Μια αναίτια βιασύνη κάνει τα βήματά μου να φεύγουν πιο μπροστά. Περπατάω ως συνήθως με το κεφάλι κάτω, κοιτώντας τις πλάκες του πεζοδρομίου. Μπας και μου πούνε μυστικά. Μπας και ανακαλύψω πάνω τους το νόημα του κόσμου. Πέφτω πάνω σου, ζητάω συγγνώμη, λες δεν πειράζει. Ποτέ δεν πειράζουν πολύ οι παράφορες συγκρούσεις μεταξύ αγνώστων στα φανάρια. Σε έψαχνα χωρίς να το ξέρω. Στέκομαι δίπλα σου. Μπαίνω στον προσωπικό σου χώρο. Νομίζω πως κολυμπώ σε μια παχύρευστη λίμνη από λευκό ζελέ. Που δεν έχει πήξει ακόμα. Και μυρίζει ωραία.
του Τσαλαπετεινού
Ένας άντρας έβγαλε από την τσέπη του τρεις φωτογραφίες. Μέχρι τη στιγμή που έκανε την κίνηση δεν τον είχα προσέξει αν και καθόταν ακριβώς απέναντί μου, ανάμεσα σε δυο άλλους, γλαρωμένους από το κούνημα του τραίνου που ανηφόριζε προς το Χάρλεμ· σκυφτός κι ανέκφραστος όπως οι περισσότεροι επιβάτες.
του kapakapamoiri
Καλά ρε παιδάκι μου, βάζεις και βάζεις και βάζεις, δυο βαλίτσες τίγκα στο ρούχο, δεν θα ξανακατέβεις από κει πάνω; Θεσσαλονίκη πας, όχι Αμερική.
Και γέλασε και θύμωσε αλλά δεν έδωσε σημασία, έτσι είναι οι μάνες άμα πλένουν και σιδερώνουν και φτιάχνουν βαλίτσες και περιμένουν άπλυτα για να ξαναβάλουν πλυντήριο και να σιδερώσουν και να ξαναφτιάξουν βαλίτσες, καθημερινές και αργίες και χριστούγεννα και απόκριες. Γκρίνια και σουπλίν, «να τα βγάλεις όταν φτάσεις, να τα βάλεις αμέσως στη ντουλάπα, μη τα φοράς γουμίδια. Σα κορίτσι να μοιάζεις, όχι σαν αλουμινόχαρτο ».
του Δημήτρη Ψυχογιού | bostanistas
«Το καλοκαίρι μαζί πηγαίναμε στην αμμουδιά, χέρι με χέρι και μ' έν' αστέρι για συντροφιά», τραγουδούσε αυτοπροσώπως συνοδεία ορχήστρας με ξενική προφορά ο Τόνυ Πινέλλι, Ιταλός τραγουδιστής που έκανε καριέρα στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του '60. Κι εμείς χορεύαμε μπλουζ με αγκαλιά πολλά υποσχόμενη – αλλά και αγχωμένη, για μένα. Ήταν στο υπόγειο του ξενοδοχείου Ακροπόλ στην Πατησίων, απέναντι από το Εθνικό Μουσείο, που 33 χρόνια μετά τον μεγάλο σεισμό των Αλκυονίδων του 1981 παραμένει ακόμη σε νάρθηκες που δεν μπορούν να το γιατρέψουν.
Γράφει η Theorema
Τα σκαλιά έτριζαν παρότι προσπαθούσε να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο καθώς ανέβαινε στις μύτες των ποδιών του. Οι σανίδες ήταν σάπιες και πολυπατημένες. Τα μικρά υπόκωφα Κρακ! Νόμιζε πως τον χτυπούσαν κατευθείαν στο λαιμό. Ή κάπου πίσω από το στομάχι.
Το πρώτο που πρέπει να κάνεις είναι να ξεχάσεις πως είμαι Μαύρη.
Δεύτερον, ποτέ μην ξεχάσεις πως είμαι Μαύρη.
του kospanti
Το μόνο χειρότερο από το να πεθάνεις είναι το να πεθάνεις μέσα στις γιορτές. Εσύ δεν καταλαβαίνεις τίποτε ούτε και που σε νοιάζει. Μόνο χαλάς το πρόγραμμα στους άλλους, ξεστολίζουν δέντρα και χαμόγελα, πετάνε γλυκά και διάθεση. Θρήνος και σεβασμός. Υποθέτω πως υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν στις 23:59 την 31η Δεκεμβρίου. Ο θάνατος δεν χαμπαριάζει από ανθρώπινες επινοήσεις κι άλλα τέτοια κατασκευάσματα.
του domianou | combustions
χθες ή προχθές
είδα τη χρονιά που φεύγει
ήταν τόσο λυπημένη
που σωριάστηκε
μέσα μου
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon