Γράφει η Μαρία Πετρίτση | Στάχτες
α
πό την Αθήνα ξεκινήσαμε αχάραγα ακόμα. Γύρω μας μαύρο σκοτάδι, υγρασία και λασπουριά. Η λαχαναγορά επί ποδός. Άλλοι φορτώνανε μηλοπορτόκαλα εκτός εποχής και άλλοι ξεφόρτωναν λάχανα και μελιτζάνες μέσα σε ευρωπαϊκά καφάσια. Ελληνικό το προϊόν, ξένη η συσκευασία. Ή και το αντίθετο. Οι χαμάληδες ανάκατοι. Χίλιες ράτσες. Βγαίνω στη διασταύρωση. Οδηγώ μηχανικά. Ως το απόγευμα θα είμαστε στη Σαλονίκη, θα ξεφορτώσουμε τα καρπούζια και μετά πίσω ξανά. Σε λίγο μπαίνω στην εθνική και στρίβω προς Λαμία. Το φορτηγό γεμάτο εμπόρευμα. Η καρότσα τίγκα στο ζουμί και στο κουκούτσι. Αναμενόμενες απώλειες. Στη θέση του οδηγού εγώ, δίπλα μου ο συνοδηγός που έχουμε κανονίσει να πάρει το τιμόνι μετά τη Λάρισα.Γράφει ο kapakapamoiris
Ήλιος κάπου κρυμμένος ανατολικά, δεκάξι βαθμοί έξω. Χλιαρή ψύχρα, αγκαζέ με υγρασία. Οκτωβριανή περισσότερο, παρά αυγουστιάτικα ξέφτια. Τα γνωστά γινάτια του βορά. Κακομαθημένο τσογλάνι, μια ζωή τα ίδια από τότε που γνωριστήκαμε.
Γράφει ο kapakapamoiris
Του ‘στειλε sms λίγο μετά τις εφτά το πρωί, «δεν έχω αυτοκίνητο σήμερα, θα ΄ρθεις;». Λατρεμένο αυτοκίνητο, τρεις μέρες περπατούσε, δυο έμενε ακίνητο λόγω γήρατος. Λεφτά για συνεργεία δεν της περίσσευαν, με δυσκολία φτάναν για ασφάλειες, δεκάρικα βενζίνης και τέλη. Άλλωστε μόνο για την πόλη το είχε, άντε και για καμιά κοντινή θάλασσα το καλοκαίρι, όπου πάντα βρίσκεται κάποιος φιλεύσπλαχνος να σε γυρίσει πίσω, ειδικά όταν κοντεύεις στα σύνορα των πρώτων -ήντα μόνη και με τέτοιο σώμα για διαβατήριο. Στις οκτώ παρά είκοσι την περίμενε κάτω από το σπίτι της κοιτάζοντας -με βλέμμα αδειανό- προς τον δεύτερο, μακαρίζοντας τον άγνωστο τυχερό που θα έμπλεκε τα πόδια του με τα δικά της και το στόμα του με το λαιμό της.
Από το thethreewishe's Blog
Το αλυσιδάκι με τον Εσταυρωμένο και το κομπολόι «από καθαρό κεχριμπάρι», δώρο της κουνιάδας από το Ναύπλιο, πηγαινοέρχονταν κάνοντας ένα ρυθμικό τίκι-τίκι πάνω στις στροφές. Έπιασε το δικέφαλο μπρελόκ και το τύλιξε γύρω από το καθρεφτάκι. Μπροστά τους δρόμος. Ούτε τοπία ούτε θέα έβλεπε. Μόνο άσφαλτο. Δίπλα του εκείνη προσπαθούσε να διαβάσει ένα χάρτη. Πίσω τα δίδυμα ήταν σκυμμένα στα ηλεκτρονικά τους. Οι ζώνες ασφαλείας τούς έφταναν ως το λαιμό. Τα πόδια τους αιωρούνταν σαν εκκρεμή μπροστά από το κάθισμα. Από την ώρα που είχαν μπει στο αμάξι δεν είχαν ακουστεί. Η μαγική οθόνη είχε απορροφήσει τις φωνές τους.
Του Γιώργου Θεοχάρη | dimart
Στον Ηλία
Έτσι που τα ’φερε η τύχη, έχω έρθει στο νησί μόνος μου. Για να μην χάσω την προκαταβολή στο ξενοδοχείο, είπα, αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια – η άλλη μισή είναι γινάτι, ένας ψυχαναγκασμός του τύπου: Εγώ θα πάω, κι ας μην έρθεις, και θα περάσω και καλά. Αλλά καλά δεν περνάω. Βαριέμαι. Μετράω ήδη στο θέρετρο (με «θ») τρεις –μεγάλες– μέρες. Κάνω μπάνιο, τρώω, διαβάζω, κοιμάμαι. Ξεκούραση. Μα ξεκούραστος ήρθα. Εδώ θα ερχόμουν, υποτίθεται, για να κουραστώ!
Από το kospanti
Στο Νικήτα που αυτή τη στιγμή διασχίζει το κανάλι του Παναμά
Το φθινόπωρο είναι περίοδος ανακατατάξεων. Βλέπεις όλους αυτούς που δεν πρόλαβες να δεις το καλοκαίρι. Βρίσκομαι μαζί τους έξω για να δέσουμε γύρω απ’ το σώμα μας μια άβολη και σφιχτή ζώνη γεμάτη βαρετές συζητήσεις, αδιάφορες μουσικές και άγευστα ποτά. Έλληνες εμιγκρέδες, λίγες μέρες πριν φύγουν ξανά για τον ευρωπαϊκό χειμώνα, μου δείχνουν φωτογραφίες στα καλά τους τηλέφωνα. Οι κοπέλες μου μιλούν για τη ζωή στο Άμστερνταμ, το Παρίσι και τη Βαρκελώνη. Μου δείχνουν άχαρες συγκεντρώσεις, αναιμικές διαμαρτυρίες.
Γράφει ο Φώτης Γεωργελές | AthensVoice
Εστιατόρια, καφέ, σκονισμένοι δρόμοι, μπαρ στην παραλία, ομπρέλες. Μίνι μάρκετ, ενοικιαζόμενα δωμάτια. Επιγραφές με όλους τους δυνατούς συνδυασμούς των λέξεων holidays, beach, sand, sun. Δυνατή μουσική. Ρουμάνικα ηλεκτρονικά. Λέτα Κορρέ. Λάτιν. Βραζιλιάνικα. Κι άλλα λάτιν. Στην πίστα χορεύουν μόνο γυναίκες. Τι μυστήριο σήμα δέχεται το γυναικείο σώμα από τα λάτιν; Όταν ακούω λάτιν με πιάνει βαθιά απελπισία. Για σένα βγαίνουν τ’ άστρα και το φεγγάρι, γιατί ’σαι της Σεβίλλης μαργαριτάρι. Νύχτα, ανοιχτά παράθυρα, πανσέληνος. Η αγάπη γυρνάει σαν σφαίρα κι ίσως μια μέρα δεν σ’ αγαπώ. Ήχοι, εικόνες, λέξεις, τραγούδια. Χρειαζόμαστε μερικούς καλούς λόγους για να κρατηθούμε, για να επιβιώσουμε, για να θυμόμαστε.
της Μαρίας Τσάκος | dimartblog.com
Το κρύο πρωινό της 17ης Ιανουαρίου του 1803, ο Τζορτζ Φόστερ καθότανε στο ανήλιαγο κελί του στην φυλακή Νιούγκεϊτ του Λονδίνου, περιμένοντας την εκτέλεσή του. Είχε καταδικαστεί για τον φόνο της γυναίκας και του παιδιού του, εγκλήματα που ο ίδιος αρνήθηκε επίμονα ότι είχε διαπράξει, και για τα οποία, παρόλες τις καταθέσεις υπεράσπισης από γνωστούς και φίλους, οι ένορκοι, αμετάπειστοι, τον έστειλαν να συναντήσει την γκιλοτίνα. Μάλιστα, είχαν αποφασίσει πως, όπως προέβλεπε ο νόμος για όσους είχαν διαπράξει ιδιαζόντως ειδεχθή εγκλήματα, αντί να ταφεί, η σορός του θα κατέληγε στα χέρια φοιτητών ιατρικής ή κάποιου ερευνητή για τα πειράματά του. Φρικιαστικές ιστορίες κυκλοφορούσαν στο Λονδίνο που γέμιζαν τρόμο τους καταδίκους τους οποίους περίμενε αυτή η ακραία και ατιμωτική τιμωρία:
Από το gasireublogspot.gr
Μπατάρει η εποχή, μπατάρει άσχημα. Σε παίρνουν τα καράβια κιβωτοί, σε φέρνουνε, σε πάνε. Τσακίζει η ψυχή στο φευγιό. Φωνάζει μέσα σου, κουφάλα ζωή, δες με, σαλπάρω. Άνοιξα το παράθυρο στην θέα της θάλασσας. Σκοτεινή νύχτα, χωρίς φεγγάρι κι η χλιαρή αύρα έμπασε στο δωμάτιο, γαλάζια μνήμη ανακατεμένη με τη μυρωδιά χιώτικου γιασεμιού, που θέριευε στη γωνιά, δίπλα στην υπαίθρια κρήνη. Άρχισε να αλλάζει τη θέση των επίπλων στο ενοικιαζόμενο, με μανία. Εδώ το κομοδίνο, οριζόντια το κρεβάτι. Έπειτα λιποθύμησε από την κούραση πάνω στο παλιό στρώμα. Γυρίζοντας με τις ζεστές τυρόπιτες στο χέρι, νωρίς το πρωί, παρατήρησα ότι μέσα στο διπλανό μαντρότοιχο, κάποια από τα μνήματα ήταν ανοιχτά.Γράφει ο Silentcrossing
Τρεις γυναίκες σε στάση λεωφορείου. Ούτε που θυμάμαι πότε τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία, ούτε που τραβήχτηκε, ίσως την άνοιξη που μας πέρασε, μπορεί και το προηγούμενο φθινόπωρο, μάλλον μέσα από το 732 Άγιος Φανούριος-Ακαδημία-Ζωοδόχος Πηγή, αλλά μπορεί και όχι. Κάτι περιμένουν αυτές οι γυναίκες, ένα λεωφορείο ή κάτι πιο μεταφυσικό; Κανονικά θα έπρεπε να την είχα σβήσει από τη μνήμη του κινητού, θα προλάβαινα έτσι και το χλευασμό του φίλου μου του Γιώργου, όμως για κάποιο λόγο επέζησε με πείσμα τόσους μήνες στριμωγμένη ανάμεσα σε ψηφιακά κύματα, χωράφια με λεβάντες και πορτοκαλοκόκκινους ουρανούς, επέζησε θριαμβευτικά και μάλλον χωρίς τη δική μου συγκατάθεση, έτσι που το ντηλήτ θα ισοδυναμούσε με σωστή προδοσία.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon