Γράφει το βυτίο
Σκέφτεσαι κάθε τέτοια εποχή τι βιβλία θα πάρεις για καλοκαίρι, να ‘ναι τέσσερα πέντε, αλλά κάπως τα θες. Είναι ιδιαίτερη εποχή, θέλω δύο μυθιστορήματα, μερικά διηγήματα, τίποτα μέτριο όμως. Το καλοκαίρι δε μ’ αρέσει να διαβάζω κάτι έτσι κι έτσι. Βαριέμαι τις ίδιες μου τις ενστάσεις, τα ελαφρώς ενδιαφέροντα πράγματα, τα εντάξει, δεν ήταν κι άσχημο, καλά πέρασα. Το εντάξει δεν μπορεί να συνυπάρξει με το διάβασμα στη σκιά του αρμυρικιού ή το βράδυ στο οποιοδήποτε μπαλκόνι με την οποιαδήποτε θέα. Είτε βλέπεις θάλασσα ή όχι, τα πράγματα είναι οριακά.
Από το tintooth.wordpress.com
Ένα τσούρμο φοιτητών, θα ήταν περίπου 20 χρονών, περπατούσε στο διάδρομο του 7ου ορόφου του νοσοκομείου. Μπροστά ο καθηγητής, πίσω αυτά ακολουθούσανε. Σταθήκανε μπροστά στην πόρτα ενός θαλάμου. Κάτι τους είπανε, τους δώσανε μάσκες και μπήκανε.
Στο μοναδικό κατειλημμένο κρεββάτι, μία γυναίκα. Σκεπασμένη με ένα σεντόνι ως το λαιμό, μόνο το κεφάλι και τα χέρια έξω απ’ αυτό. Διάσπαρτες στο δέρμα της, οι χαρακτηριστικές σκουροκόκκινες κηλίδες των ανθρώπων που νοσούν από AIDS. Όση ώρα ο καθηγητής τις έδειχνε στους φοιτητές, αυτή κοιτούσε έξω από το παράθυρο.
Γράφει ο kapakapamoiris
Σήμερα την ώρα που ξεπάρκαρα από την πυλωτή, οι απέναντι του τρίτου όροφου -νέα, ωραία παιδιά- έφευγαν για να συναντήσουν το θέρος αλλού. Το κατάλαβα γιατί γέμιζαν το αυτοκίνητο, από τα πίσω καθίσματα ως το πορτ μπαγκάζ, με τα ωραία αχρείαστα που κάποτε κουβαλούσα κι εγώ μαζί μου όταν έφευγα. Κάποτε, όταν.
Και τώρα φεύγω. Μα με το αυτοκίνητο σχεδόν άδειο. Με τόσα παραχωμένα μέσα στο μυαλό -άλλα σιδερωμένα, άλλα γουμίδια- ούτε αναρτήσεις, ούτε λάστιχα θα μπορέσουν να το κρατήσουν στο δρόμο αν το φορτώσω και με παραπανίσια. Δεν θέλεις και πολλά μαζί, άλλως τε. Με τον καιρό το μαθαίνεις κι αυτό.
Και αυτός ο καφές που όλο έλεγαν να πιουν, από αναβολή σε αναβολή το πήγαινε.
Καθόλου δεν την πείραζε όμως.
Γράφει ο kapakapamoiris
Κάθησε απέναντι απ΄τη θάλασσα περίπου οκτώ ώρες. Πάρκαρε εκεί κοντά -σ’ ένα ψευτοπάρκινγκ, κάτω από τρία ξελιγωμένα δέντρα- περασμένες δώδεκα το μεσημέρι, σηκώθηκε και μάζεψε σιγά σιγά πετσέτα, τσιγάρα κι αποτσίγαρα κατά τις οκτώ. Την ώρα που τα κουνούπια ήδη δείχναν δόντια. Με αιματοκρίτη 32 δεν το ρίσκαρε για αναμέτρηση. Είχαν τελειώσει οι χημειοθεραπείες και ο γιατρός του το ξέκοψε, «όχι πολλά πολλά τον πρώτο καιρό. Μακριά απ’ τον ήλιο, όχι μπάνια μέχρι να μπει ο Σεπτέμβρης και βλέπουμε. Ένα ένα».
Γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης
Όταν διαγνώστηκε ο καρκίνος του πατέρα μου είχε ήδη κάνει πολλαπλές μεταστάσεις. Του έδωσαν έξι μήνες ζωής. Ήταν σαρανταοχτώ χρονών. Η μάνα μου ήταν σαρανταενός και εγώ δεκατριών.
Κατά το μακρινό 1979, οι καρκινοπαθείς -ιδίως όσοι βρίσκονταν στο τελικό στάδιο- σπανίως ενημερώνονταν για την κατάστασή τους. Οι συγγενείς, με τη συνέργια των γιατρών, τους φλόμωναν συνήθως στα παρηγορητικά ψέματα, μέχρι που επινοούσαν ανύπαρκτες πλην εντελώς ιάσιμες ασθένειες - «κάτι μύκητες, σου έχουν αποικίσει το συκώτι», «ένα χαλάζιο έχει φράξει τις φωνητικές σου χορδές». Στον πατέρα μου είπαν, απλώς, ότι είχε αναζωπυρωθεί μια εφηβική, κατοχική του αδενοπάθεια. Τους πίστεψε ή έκανε πως τους πιστεύει…
Γράφει το πορτατίφ
Εδώ και κάτι μήνες ταΐζω ένα σκύλο που δεν έχω δει ποτέ μου. Το μόνο που ξέρω είναι πως πριν κοιμηθώ βάζω το φαγητό που περίσσεψε στο ταψάκι, το οποίο βρίσκεται μόνιμα δίπλα στην εξώπορτα, κι όταν ξυπνάω το βρίσκω άδειο. Έχω δει κατά καιρούς διάφορα σκυλιά στη γειτονιά, που τα κοιτάω στα μάτια επίμονα μήπως και διακρίνω στο βλέμμα τους κάτι που να μοιάζει με ευχαριστώ, και καταλάβω έτσι ποιο απ' όλα είναι το δικό μου σκυλί. Όμως μετά σκέφτομαι πως είναι καλύτερα να μην ξέρω, η αγάπη χωρίς αντίκρισμα είναι πιο ειλικρινής. Αν μπορείς βέβαια να αποκαλέσεις αγάπη το τάισμα ενός αδέσποτου, που παραμένει πάντα αδέσποτο και δε γίνεται ποτέ κατοικίδιο, γιατί η πόρτα σου παραμένει μονίμως κλειστή. Όμως στην παρούσα φάση δεν έχω τις δυνάμεις για κάτι περισσότερο.
Από το theThreeWishe's Blog
Χτες άργησα να κοιμηθώ. Η Ουκρανή με τον Αλβανό είχαν όρεξη. Το γλέντησαν μέχρι πρωίας. Στριφογύριζα στο κρεβάτι με τη δισκογραφία των σκύλων να παίζει στο φουλ. Όχι επειδή με ενοχλούσαν οι γείτονες. Από αυτιστική διακριτικότητα, ίσως και λίγη ζήλεια. Απορώ πώς δεν μου έκανε παρατήρηση για το θόρυβο η δεσποινίς Κουλίτσα. Και πώς δεν χτύπησε και σ’ αυτούς, η σεμνότυφη. Μπορεί να μην άντεξε καν τη σκέψη πως θα έπρεπε να τους κοιτάξει στα μάτια. Μου αρέσει που οι γείτονές μου ευχαριστιούνται τον έρωτα. Είναι μια νησίδα φυσιολογικότητας σε μια μικροκοινωνία ανέραστων υποκριτών. Με ενθαρρύνουν.
Από το kospanti
«Πολύ θα ήθελα να μάθω νέα σου … πως τα περνάς;»
«Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία. Σκέπτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου και όλα χάνουνται, όπου και να βρίσκομαι, ό,τι και να κάνω. Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν υπνοβάτη ή σαν έναν τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά. Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα. Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς.»*
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon