Γράφει ο kapakapamoiris
Σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης, πίσω πίσω για να μη δίνουν στόχο, είχε αραδιάσει ένα μικρό βουνό από πλαστικές θήκες φιλμ. Εκείνες τις μαύρες, με το μαύρο ή γκρι καπάκι, που κρύβαν κάποτε μέσα τους παράξενα ονόματα και αριθμούς όπως KODAK, AGFA, FUJI, DIN, ASA, 100, 200, 400, 12, 24, 36, τέτοιας συνομοταξίας όντα.
Πάνω σε κάθε μια είχε γραμμένο με μπλε στυλό σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί -κολλημένο με σελοτέιπ πάνω στη θήκη- έναν τετραψήφιο αριθμό. Όπως οι φυλακισμένοι, στα παλιά Μίκυ.
Κάποιον Σεπτέμβρη, τότε που ο αέρας έξω άρχισε να μυρίζει μολύβια, πλαστικά πενηντάφυλλα τετράδια και σβήστρες, αποφάσισε να ξαναβάλει σε μια τάξη τη συλλογή του.
Καθώς στεκόταν μπρος στην τάξη της την Ε' δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η νέα Δασκάλα του σχολείου, η κυρία Τζοβάνα είπε στα παιδιά ένα ψέμα. Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο. Ότι όλοι τους ήταν καλά παιδιά. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ένα παιδί ήταν διαφορετικό και της προξενούσε απέχθεια.
Γράφει ο Silentcrossing
Τι κάνουμε ολομόναχοι στη μέση της πλατείας; Είμαστε οι τελευταίοι εκδρομείς του καλοκαιριού και αργοπορημένοι στο ραντεβού μας πάμε να δούμε τα αστέρια! Και οι κουστουμαρισμένοι με το υφάκι και τις κράισλερ; Πάνε κι αυτοί να δούνε τα αστέρια. Και τα ξυπόλητα πιτσιρίκια του αγρού με τα κοντά παντελονάκια; Κι αυτά πάνε να δουν τα αστέρια. Όλοι απόψε πάμε να δούμε τα αστέρια γιατί βαρεθήκαμε την πείνα. Φορτωμένοι χιλιάδες χρόνια τώρα στην καρότσα ενός αγροτικού που μυρίζει κοπριά, όσο διαρκεί η ανάβαση στο βουνό γινόμαστε όλοι φίλοι, φίλοι φίλοι που έλεγε κι ο Βέγγος, γιατί βέβαια είναι μεσάνυχτα και πίνουμε μαζί τσικουδιά σε μια καρότσα και στην υγρασία του βουνού μετράμε πλατάνια, μυρίζουμε δάση από πεύκα και ελαιώνες φορτωμένους με χοντρές ελιές.
Γράφει ο kapakapamoiris
Η Damiet είμαι.
Τρυπήθηκα για πρώτη φορά στα δεκατέσσερα και τελευταία χτες βράδυ στα δεκαεφτά μου.
Στα παραμύθια μπορείς να κοιμάσαι εκατό χρόνια μέσα σε ένα γυάλινο φέρετρο περιμένοντας τον ωραίο καβαλάρη, πρίγκιπα κατά προτίμηση, να σε ξυπνήσει.
Γράφει ο kapakapamoiris
Τα καλοκαίρια μου ως παιδί (τις βδομάδες δηλαδή πριν και μετά τις δέκα μέρες που με πήγαιναν στη θάλασσα και με τάιζαν ωραία ψάρια και ακόμη ωραιότερα Κλασσικά Εικονογραφημένα) τα έζησα σε πόλη. Μικρή, μα δεν έχει σημασία. Είχε -ακόμη από παλιά- περισσότερα τσιμέντα από δέντρα και αλάνες, μα γωνιές για να κρυφτείς σε σκιά υπήρχαν. Και τώρα κάτι ψευτοβρίσκεις μα δεν σε κρύβουν. Ούτε οι γωνιές, ούτε οι σκιές είναι αυτές που ήταν. Δεν ξέρω καν αν υπάρχουν αληθινές σκιές δηλαδή έτσι στριμωγμένες που είναι ανάμεσά μας. Τότε έλιωνα σόλες πάνω στους πλακόστρωτους δρόμους, ένα καλοκαίρι ξήλωσαν μια μια όλες τις πέτρες (λένε ότι τις πήγαν στην παλιά πόλη, να αντικαταστήσουν κάποιες πολύ γέρικες που ξεψυχούσαν) και ρίξαν άσφαλτο ως και κάτω απ’ το σπίτι μου και πιο ψηλά ακόμη.
Από το data gaps
“Το αλκοόλ μπήκε στη ζωή μου μαζί με τον ερωτισμό. Τα πρώτα χρόνια του δημοτικού σκεφτόμουνα κάθε γυναίκα, κάθε κοπέλα και κάθε κορίτσι σε απόλυτη γυμνότητα. Δεν ήξερα τί να την κάνω τόση γυμνότητα. Δεν είχα ιδεί εξάλλου γυμνό θηλυκό, εκτός από τα καλλιτεχνήματα της αρχαιότητας και της αναγέννησης. Στη θέση του αιδοίου τους τοποθετούσα στις ονειροπολήσεις μου ένα περίπου μαρμάρινο, αλαβάστρινο όργανο, λείο και στο χρώμα της σάρκας.
Γράφει ο kapakapamoiris
Do you remember a guy that’s been
Xτες το μεσημέρι δυο μακρινοί συγγενείς που ερχόταν και τον βλέπαν από τη μέρα που βάρυνε πολύ, χτύπησαν την πόρτα του. Την προηγούμενη μέρα του πήγαν φαγητό, αερίσαν το σπίτι, συγύρισαν λίγο. Τι να συγυρίσεις σε ένα σπίτι που δεν το περπατάει κανείς, παρά μόνο ο χάρος που περιμένει υπομονετικά μετρώντας μέρες, ώρες…
Πάτησαν το κουδούνι. Ησυχία.
Γράφει η ouming
Εκείνο το καλοκαίρι έκανε κάτι παράξενο. Κατέβασε τα χειμωνιάτικα από το πατάρι, όπου τα είχε κρύψει μόλις την άνοιξη, σιδέρωσε τις ζακέτες του, ξετύλιξε τους λαιμούς απ’ τα ζιβάγκο, τέντωσε τα κασκόλ, ξέπλεξε τα δάχτυλα από τα αγαπημένα του γάντια και άπλωσε τον βαρύ ρουχισμό στο κρεβάτι. Πολλά από τα επόμενα πρωινά πήγαινε και στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του υπνοδωματίου του τυλιγμένος με το παλτό ή φορώντας τα γάντια του, «κουράστηκα, κύριοι», έλεγε. «Κάθε χρόνο, μα κάθε χρόνο, τα ίδια· ακριβώς τα ίδια. Μπότες, πουλόβερ και κασκόλ, μαγιό, γυαλιά και μάσκες, στις παραλίες, στα βουνά, βροχές, ομπρέλες και ξανά». Υποκλινόταν και ύστερα κινούσε προς την κουζίνα, τον καταβρόχθιζε σιγά σιγά το σκοτάδι. «Τι ατέρμονοι κύκλοι», σκεφτόταν.
Γράφει ο kapakapamoiris
Λένε ότι οι γλάροι ζουν ίσα με εικοσιπέντε χρόνια. Δεν είναι κι άσχημα, αν υπολογίσεις με πόσο γαλάζιο προλαβαίνουν να ταḯσουν τα μάτια τους.
Μερικές φορές οι σκέψεις σε κυκλώνουν. Λες, είμαι αρκετά καλός; Έντιμος; Ειλικρινής; Έχω συναίσθηση; Καταλαβαίνω; Μήπως είμαι εγωιστής; Μήπως κάτι μου διαφεύγει; Και επειδή δεν είσαι σίγουρος ότι έχεις τις απαντήσεις, αρχίζεις και σκέφτεσαι τυχαία πράγματα. Είναι μια νύχτα του καλοκαιριού κι έχεις πιει μπίρες, το μυαλό τρέχει με χίλια. Θυμάσαι κάτι που διάβασες και λες, αλήθεια, τι θέλουν οι γυναίκες;
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon