Από το chorovatis.wordpress.com
Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις, όπου τα Σάββατα, οι ενέσιμες εκλάμψεις ζωής και παρά φύσιν φαιδρότητας, ξεκινούν σαν κακοφορμισμένες Κυριακές. Ξυπνάς μεσημέρι, στον καναπέ σου, πιασμένος με τρόπο που υπονοεί ότι το προηγούμενο βράδυ έσκαβες στην λάσπη για να θάψεις τις μαυρίλες σου γεμίζοντας παράλληλα τα κενά με βότκα. Το κεφάλι σου είναι βαρύ, παρά το γεγονός ότι βρίσκεσαι σε αποχή απ’ το αλκοόλ [ως αποχή νοείται το διήμερο που εκ περιτροπής σταματάς να πίνεις για να επιστρέψεις δριμύτερος λίγο αργότερα].
Γράφει ο kapakapamoiris
Αναζητώ τα βασικά του θέρους. Κάθε χρονιά η συνταγή γίνεται όλο και πιο απλή. Με τα ακριβότερα, τα σπανιότερα όσων θεωρούσα κάποτε -ο ανόητος- ευκολόβρετα υλικά.
Μια αυλή με βρεμένο τσιμέντο, ούτε ακριβά κεραμικά πλακάκια, ούτε τερακότες, ούτε φρεσκοκουρεμένο γκαζόν, μήτε χρωματιστά χαλίκια -άθλια ρέπλικα βότσαλων- που προσφέρονται σε σακιά, είκοσι κιλά ένα δεκάρικο. Τσιμέντο παλιοκαιρίσιο, βελούδινο, που φιλοξενούσε κιλίμια και κουρελούδες και τα γυμνά μας πόδια πάνω του. Δεν ξέρω πώς το φτιάχναν, ξέρω ότι εκείνο ψάχνω και μαστόρια δεν βρίσκω.
Γράφει η Riski
Είμαι ο μοναδικός γιος ενός σκουπιδιάρη. Το σπίτι μου μύριζε πάντα χλωρίνη· η μυρωδιά της σκέπαζε κάθε άλλη. Αν δεν είχα μπει σε άλλα σπίτια δεν θα ήξερα πώς μυρίζουν τα φαγητά όταν μαγειρεύονται. Τη μυρωδιά των χεριών του πατέρα μου δεν την γνώρισα. Τα χέρια του μύριζαν πάντοτε οινόπνευμα. Η μάνα μου τον υποχρέωνε να τα απολυμαίνει προτού με αγγίξει, αλλιώς δεν τον άφηνε ούτε να με πλησιάσει. Θυμάμαι πώς λαχταρούσα την ώρα που θα γυρίσει σπίτι από τη δουλειά. Έτρεχα προς το μέρος του μόλις τον έβλεπα να μου χαμογελάει από την πόρτα, κι εκείνη όρμαγε, έμπαινε ανάμεσά μας και μ’ άρπαζε, λες και μ’ έσωζε από φορτηγό που ερχόταν κατά πάνω μου.
Ένα απο τα πιο γλυκά παραμύθια που αξίζει την προσοχή μας...γιατί στα παραμύθια κρύβονται οι μεγαλύτερες αλήθειες της ζωής!
Ήταν που λέτε μια φορά κι ένα καιρό ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα 'μοιαζε μ' όλα τα' άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια. Μόλις σουρούπωνε, το 'σκαγε απ΄ τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιουν νερό...
Από τα μούτρα του George Le Nonce
Ξύπνησα σε ένα δωμάτιο με άπλετο φως, τόσο πολύ και
τόσο λαμπρό φως ώστε απόρησα πως τα κατάφερνα ως
εκείνη τη στιγμή και κοιμόμουν, και το πρώτο που μου
φάνηκε πως διέκρινα με την θαμπωμένη μου όραση
ήταν μια ανθρώπινη μάζα άγνωστης προέλευσης
καθισμένη στην άκρη του κρεββατιού.
Γράφει ο kapakapamoiris
Κατέβασα την μικρή βαλίτσα, μιάμιση νύχτα θα ΄ταν όλη κι όλη. Είχε να ταξιδέψει πάρα πολλούς μήνες, ίσως και χρόνο, κόντευε να πεθάνει ξεχασμένη πάνω στη ντουλάπα. Μόνο με κουνούπια και καμιά γενναία αράχνη συναντιόταν, ανάλογα με την εποχή.
Στην εξωτερική θήκη βρήκα ένα -το ‘χα για χαμένο- μπλε κασκόλ, μια ομπρέλα και ένα διαφημιστικό της Avis.
Γράφει η ouming | Φωτό: silentcrossing's
Η είδηση με το σκύλο που μου έστειλες είναι ο μεγάλος μου φόβος, οι άνθρωποι, μάλλον πολλοί άνθρωποι, μισούν τα σκυλιά, και κάθε φορά που βγαίνω έξω με το σκύλο μου, φοβάμαι πως κάποιος θα τον δηλητηριάσει γιατί αυτός δεν έχει ιδέα για τις προθέσεις των ανθρώπων. Ευτυχώς, υπάρχουν πολλοί που αγαπάνε και σέβονται τα πλάσματα, πολλοί που τα βοηθάνε να επιβιώσουν και να ζήσουν. Τα ξέρεις βέβαια όλα αυτά και πιστεύω πως φαντάζεσαι το λυσσαλέο μίσος που νιώθω κατά καιρούς για τους δολοφόνους. Αλλά δεν μας πάει και πουθενά το μίσος, δεν είναι έτσι;
Από το thethreewishes.wordpress.com
Κάθε κάθε άνθρωπος είναι ένα βιβλίο Ιστορίας. Αν θέλεις να μάθεις περισσότερα γι’ αυτόν, το μόνο που χρειάζεται είναι να διαβάσεις προσεκτικά τις σελίδες του. Έτσι εξηγούνται όλα. Μέχρι και τα σχεδόν ανεξήγητα.
Εδώ και δύο χρόνια, κάθε πρωί παίρνω το μετρό για να πάω στη δουλειά. Κάνω πάντα την ίδια διαδρομή στο κέντρο της πόλης. Μετά από τόσο καιρό είναι αναμενόμενο να αναγνωριζόμαστε με τους ανθρώπους που ζουν ή εργάζονται εκεί και να λέμε μια καλημέρα. Κάπως έτσι γνώρισα την Ίριδα.
Από το kospanti
Τις νύχτες ψωνίζω πατατάκια από εκείνα στην κόκκινη συσκευασία που ισχυρίζεται πως τα κρατά φρέσκα και τραγανά. Τούτο το 24ωρο περίπτερο κάτω απ’ το σπίτι με έχει σώσει. Παλιότερα αγόραζα μπύρες καπνό και ασπιρίνες. Τα ‘κοψα όλα. Κάθομαι το λοιπόν ξαπλωμένος και μασουλάω. Τα σεντόνια μου γεμίζουν ψίχουλα που με τσιμπάνε όμως δεν κάνω καμιά κίνηση να τα τινάξω. Δεν κάνω καμιά κίνηση γενικά. Περνάνε ώρες που σκέφτομαι πως πρέπει να σηκωθώ, να συρθώ ως το μπάνιο, να κατουρήσω ή να βουρτσίσω τα δόντια μου, μα εγώ δεν κάνω τίποτε. Μόνο μένω εκεί, ξαπλωμένος και με πιάνει κείνο το γνωστό τικ στην κοιλιά.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon