Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Ιστορίες

the roots web banners 06

Ιστορίες

12.03.2013 | 15:26

 

// του Καίσαρα Εμμανουήλ των Contrabbando, από το μπαχάρ* τ.4 //   Στη Σοφία   “Μια μέρα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου. Και τη βρήκα πικρή. Και τη βλαστήμησα.» Αρθούρος Ρεμπό, Μια εποχή στην κόλαση
11.03.2013 | 12:05

Γράφει ο gasireu

1.

Στον ύπνο της είδε έναν, σχεδόν εφιάλτη, ότι κόπηκαν δηλαδή οι αγαπημένες τις σαγιονάρες. Ήταν πολύ νωρίς για να συμβεί κάτι τέτοιο. Ακόμα δεν είχε βγει ο χειμώνας και τις είχε αγοράσει πέρσι τον Αύγουστο στις εκπτώσεις. Το συγκεκριμένο όνειρο, αποτέλεσε, ένα ακόμα δυσάρεστο προμήνυμα, σε μια σειρά σημαδιών που παρατηρούσε εδώ και καιρό. Η αρχή είχε γίνει σε εκείνο το ραντεβού με ένα νεαρό που φαινόταν φυσιολογικός. Ήπιε λίγο παραπάνω και άρχισε να απαριθμεί τις παραξενιές του.
10.03.2013 | 14:42

Γράφει ο kapakapamoiris

Ένα πρωί -περασμένες έντεκα ήταν στις 4 Δεκεμβρίου, την ώρα που έβγαινε να πάρει γάλα για τη μικρή- είδε, μάλλον αφηρημένος, το πρώτο καρφί. Στην κολώνα της πυλωτής, δεξιά απ’ την είσοδο. Το θυμήθηκε δυο μέρες μετά, ανήμερα Αγίου Νικολάου, όταν είδε και δεύτερο, στην απέναντι κολώνα. Αν είχε καθαρό μυαλό θα μπορούσε να αναρωτηθεί «τι διάολο». Δεν είχε. Σε τρεις μέρες τα καρφιά γίναν εφτά. Ελάχιστες κολώνες δεν τρυπήθηκαν απ’ τα ατσαλόκαρφα, μόνο οι πίσω πίσω, στον ακάλυπτο. Για λόγους οικονομίας είχαν βγάλει τις μισές λάμπες, τις άλλες μισές τους τις έκλεψαν. Εδώ και μήνες κλέβαν τα πάντα. Ακόμη κι ανθρώπους, ειδικά ανθρώπους.

09.03.2013 | 15:55

Από το βρακί του darth

Μερικές μέρες θέλω να πετάξω τα έπιπλα από το σαλόνι και να φτιάξω περιστερώνες, όπως ο τύπος στο ghost dog αλλά μέσα στο σπίτι, να αφήσω μόνο έναν καναπέ, να κάθομαι και τα πουλιά να πετάνε δίπλα μου.  Αυτές τις μέρες θέλω να νιώσω σαν βαλκάνιος σαμουράι, αντί για χιπ-χοπ να ακούω Μπέλλου και Τσιτσάνη, να πίνω τσίπουρο στον φθαρμένο καναπέ και να πεθαίνω κι εγώ για κάτι μεγάλο ή για κάτι όμορφο ή για κάτι που θα γίνει μια μέρα ταινία ή βιβλίο.
09.03.2013 | 15:30

Από το silentcrossing.wordpress.com 

μερικά τουήτς είναι μικρά χρωματιστά φωτάκια που αχνοφέγγουν ένα βράδυ αυγούστου με καθαρό ουρανό απ’ το απέναντι νησί//μερικά κορίτσια είναι μικρά νησάκια στις κυκλάδες, εκατόν τριάντα έξι ναυτικά μίλια από τον πειραιά//πνίγεσαι στην αστυπάλαια, στην αμοργό, στη δονούσα, στέκεσαι για λίγο να ξαποστάσεις πάνω τους πριν βουτήξεις ξανά στην ασχήμια//εμάς τα κορίτσια μας έχουν στην τσάντα μαλόξ και αργύρη χιόνη//ακούνε μπίλι χολιντέι και τομ γουέιτς//τη νύχτα χορεύουν μικρασιάτικα//και όταν μας χαμογελούν το δέρμα τους συσπάται//τα κορίτσια μας θα τα βρείτε στη δραπετσώνα με τους εργάτες//στο θησείο με τους σενεγαλέζους//να περιφρουρούν αντιεξουσιαστικές πορείες στην καλλιθέα//να φωνάζουν για τους φτωχούς//

09.03.2013 | 15:11

Γράφει η Кроткая

Χτες κατέβηκα τις κυλιόμενες του μετρό σαν να έμπαινα σε μια καταπακτή. Στα αυτιά μου έπαιζε αυτο. Χτύπησα εισιτήριο στο σημείο your whole life και κατέβηκα μερικές κυλιόμενες ακόμα και μπήκα σε ένα βαγόνι και κάθησα και άρχισα να περιεργάζομαι τους ανθρώπους γύρω μου, τραγουδώντας τους στίχους από μέσα μου, αν και συνήθως τραγουδώ κανονικά. Και μετά έπαιξε αυτό, αλλά για πρώτη φορά δε με έφτιαξε. Κι απέναντί μου, δυο στάσεις μετά ήρθε και κάθισε ένα παιδί, λιγνό με κοντά κατσαρά μαλλιά και κάτι φλούο πορτοκαλί ψείρες στα αυτιά που κατέληγαν σε μία από τις τσέπες του γαλάζιου αντιανεμικού μπουφάν του. Το τζην του είχε κάτι λεκέδες, σαν από γράσσο και στα χέρια του σχηματίζονταν έντονες κάτι γαλάζιες φλέβες.

07.03.2013 | 13:49

Γράφει ο tsalapetinos

Ήταν μια φορά ένας που είχε μαζέψει στο σπίτι του πολλές αδέσποτες λέξεις· ως κατοικίδια. Δεν ήταν ιδιαίτερα σπάνιες, ούτε ράτσας αλλά αυτός ήταν ο λόγος που τις αγαπούσε ιδιαίτερα. Τις τάιζε, φρόντιζε επιμελώς για την καθαριότητά τους και τα απογεύματα τις έβγαζε βόλτα. Ήταν υπάκουες, ακόμα και οι πιο άγριες, είχαν ως οικόσιτες με τον καιρό εξημερωθεί κι έτσι τις έβγαζε πάντα χωρίς λουρί. 

06.03.2013 | 13:10

Από το blog.costinho.gr

Ακούγεται η φωνή του μηχανοδηγού σε αυστηρή ανακοίνωση. Παρακαλώ οι επαίτες να βγουν έξω. Δεν λέει παρακαλούνται, λέει παρακαλώ. Δεν τους παρακαλάει δηλαδή· σχεδόν το απαιτεί. Σα να του το χρωστάνε, σα να παρέβησαν κάποια συμφωνία και τους έκανε τσακωτούς, και άντε γιατί αρκετή ώρα υπήρξε λαρτζ, δεν παίρνουν από λόγια δαύτοι, γι'αυτό αναγκάζεται να το ανακοινώσει και να μας ενοχλήσει.

04.03.2013 | 15:25

Από τα μούτρα του George Le Nonce

 

Ήσαν ωραία τα μάτια του. Και η φωτογραφία

τόνιζε την αθωότητα του βλέμματος του

καθώς αβέβαιο περιπλανιόταν

λίγο πέρα από τον φακό.

02.03.2013 | 00:18

Από το jaquou.wordpress.com

Όταν έπεφτε το βράδυ, ότι ώρα έπερνε να σκοτεινιάσει, εκεί που χειμώνιαζε ή λίγο πριν την άνοιξη, κάποιος πάντα πήγαινε στην κάβα καθώς επιστρέφαμε. Ανάξιο λόγου πως μετράγαμε τα κέρματα στο πορτοφόλι. Άξιο λόγου μόνο το ένα μπουκάλι κονιάκ και το ένα μπουκάλι κοκακόλα. Τα πιο φτηνά. Έφταναν. Ήμασταν πάντα εμείς οι τέσσερις στο διόροφο σπίτι. Στο ισόγειο. Στο ίδιο δωμάτιο. Συχνά πυκνά ερχόταν κι άλλοι φίλοι. Στο πάτωμα , στους καναπέδες. Οι τέσσερις ήμασταν σχεδόν κάθε απόγευμα εκεί. Αφού το ραντεβού ήταν άλλωστε απο το πρωί στον μακρόστενο κοκκινωπό κεντρικό διάδρομο της σχολής. Μέχρι το βράδυ που ανοίγαμε το κονιάκ και βάζαμε παγάκια και κοκακόλα και μουσική και ξεκινούσαμε να συζητάμε και το κουβεντολόι τελείωνε όταν πια έκλειναν τα μάτια και τέλειωνε και το μπουκάλι, ή σχεδόν. Και κάπου εκεί έπρεπε να γυρίσουμε σπίτια μας. Και γυρνούσαμε. Και μπορεί κιόλας να καβαλάγαμε τη μηχανή και να γυρνούσαμε.